|
Κύπρος \ΑνεξαρτησίαΑπό την Live-Pedia.grΕπίσημα, η ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία έγινε στις 16 Αυγούστου του 1960. Από την ημέρα αυτή η Κύπρος προσπάθησε να βαδίσει - για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία της - σ' ένα δικό της δρόμο, βασιζόμενη κυρίως στις δικές της δυνάμεις. Όμως ο δρόμος κάθε άλλο παρά εύκολος ήταν. Η ανεξαρτησία που αποδόθηκε στην Κύπρο ήταν μια ανεξαρτησία δεμένη χειροπόδαρα, μ' ένα σωρό δεσμεύσεις. Η Μεγάλη Βρετανία διατήρησε πολλά δικαιώματα στην Κύπρο και μεταξύ αυτών το κυριότερο ήταν η ύπαρξη δύο μεγάλων στρατιωτικών βάσεων σε μια έκταση που θα ήταν κυρίαρχη και που κάλυπτε 99 τετραγωνικά μίλια κυπριακού εδάφους. Η κοινότητα των Ελλήνων του νησιού και η μειονότητα των Τούρκων Κυπρίων έπρεπε τώρα να εργαστούν μαζί και στενά για την πρόοδο του νέου κράτους. Τέτοια θέληση δεν επέδειξαν όμως ούτε οι μεν ούτε οι δε, που παρέμειναν σταθερά προσηλωμένοι στις αντίστοιχες "μητέρες πατρίδες", που εξακολούθησαν να έχουν σημαντική επιρροή στην Κύπρο, η καθεμιά πάνω στον αντίστοιχο κυπριακό πληθυσμό. Στην ουσία, και μετά την παροχή ανεξαρτησίας και μετά τη ρύθμιση του Κυπριακού ζητήματος, τα συμφέροντα των τριών ενδιαφερόμενων άμεσα χωρών παρέμεναν και πολύ περισσότερο συναντιόνταν κι εξακολουθούσαν να συγκρούονται στην Κύπρο. Στην πραγματικότητα η Κύπρος δεν έγινε πραγματικά και πλήρως ανεξάρτητη χώρα. Ακόμη δε, τα συμφέροντα των τριών χωρών που εγγυήθηκαν την κυπριακή ανεξαρτησία τοποθετούνταν με τη σειρά τους στο ευρύτερο πλαίσιο των γενικότερων συμφερόντων πολλών χωρών, και κυρίως των υπερδυνάμεων, που διασταυρώνονταν τώρα στον τόσο ζωτικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, επηρέαζε και πάλι σε τεράστιο βαθμό τη μοίρα του νησιού. Κάποτε, στα πανάρχαια χρόνια, ήταν ο χαλκός. Αργότερα ήταν η ζωτικής σημασίας θέση της Κύπρου μεταξύ δυο κόσμων, πάνω στη σπουδαιότερη οδό του μεγάλου εμπορίου Ανατολής - Δύσης. Ακόμη πιο ύστερα ήταν η αντιπαράθεση της Δύσης με την Ανατολή στον ίδιο χώρο. Τώρα, ήταν τα πετρέλαια. Μέσα στο φάσμα αυτό, των εθνικών συμφερόντων και των μεγαλύτερων διεθνών οικονομικών και στρατιωτικών συμφερόντων, η Κύπρος δεν ήταν δυνατό να ζήσει για πολύ ειρηνικά. Το πιο τραγικό ήταν τούτο: ότι οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που επιβλήθηκαν στον κυπριακό λαό, ήταν αρκετά ατελείς και παρείχαν αρκετές δυνατότητες για δημιουργία ανώμαλης κατάστασης σε οποιαδήποτε στιγμή. Αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή της, η Κύπρος εντάχτηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ως ισότιμο μέλος. Εντάχτηκε επίσης στην ομάδα των χωρών της Κοινοπολιτείας, αλλά και στο κίνημα των Αδέσμευτων. Ενώ όμως η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε νά κάνει τα πρώτα της βήματα στο διεθνή πολιτικό στίβο, στο εσωτερικό τα πράγματα δεν παρουσιάζονταν ρόδινα. Στο μακροχρόνιο αίτημα των Ελλήνων του νησιού για ένωση με την Ελλάδα, οι Τούρκοι της Κύπρου αντιπαρέθεσαν το αίτημα της διχοτόμησης. Τώρα, μετά την ανεξαρτησία, ούτε οι μεν ούτε κι οι δε διαφοροποίησαν τις θέσεις τους αυτές. Αλλά υπήρχαν και ζητήματα πρακτικής εφαρμογής των περίεργων συμφωνιών που είχαν συνομολογηθεί, τα οποία και δημιουργούσαν σοβαρά και συνεχή προβλήματα στη λειτουργία του κράτους. Οι Τουρκοκύπριοι, εκμεταλλευόμενοι τα υπερπρονόμια που είχαν αποκτήσει, προκειμένου ακόμη να εξυπηρετήσουν τα διχοτομικά σχέδια της Τουρκίας της οποίας ήταν άβουλα εκτελεστικά όργανα, φρόντιζαν να δημιουργούν συνεχώς τέτοια προβλήματα. Όταν μάλιστα έγινε γνωστό ότι εξοπλίζονταν κιόλας με πολεμικό υλικό που στελνόταν κρυφά από τη γειτονική Τουρκία, τότε και οι Έλληνες Κύπριοι άρχισαν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης. Υπήρχαν, εξάλλου, αρκετά προηγούμενα: κατά τη διάρκεια του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι υποκινήθηκαν κι επιστρατεύτηκαν από τους Βρετανούς (είτε ως "ειδικοί αστυνομικοί", είτε ως τρομοκρατικές ομάδες, είτε και με άλλους τρόπους) και ρίχτηκαν στη μάχη κατά των Ελλήνων Κυπρίων. Ελληνοκυπριακές περιουσίες πυρπολήθηκαν, Έλληνες Κύπριοι σφαγιάστηκαν, άλλοι εκτοπίστηκαν (οι πρώτοι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες, προερχόμενοι από περιοχές όπου κυριαρχούσε αριθμητικά το τουρκικό στοιχείο, εμφανίστηκαν από το 1958, κατά την εποχή που προβλήθηκε από τους Βρετανούς το σχέδιο Μακμίλαν). Σε αρκετές περιπτώσεις οι Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν να αμυνθούν στις υποκινημένες επιθέσεις των Τουρκοκυπρίων. Με άλλα λόγια, τις όποιες πολιτικές διαφορές μεταξύ τους (θρησκευτικές ή φυλετικές δεν υπήρξαν ποτέ), καθιστούσε τώρα πιο τραγικές κι ένας ποταμός αίματος που είχε στο μεταξύ χυθεί. Ωστόσο, παρά τα τόσα προβλήματα, η εύθραυστη ειρήνη κατόρθωσε να διατηρηθεί για τρία χρόνια. Κατά τα τέλη του 1963 ο πρόεδρος Μακάριος υπέβαλε προς τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ τις γνωστές προτάσεις του για τροποποίηση δεκατριών άρθρων του Συντάγματος, προς ομαλότερη λειτουργία του κράτους, τα γνωστά "δεκατρία σημεία". Στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου τα "δεκατρία σημεία" είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα. Με τον όρο αυτό εξυπακούονται οι προτάσεις που είχε υποβάλει το 1963 ο αρχιεπίσκοπος και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος Γ' για τροποποίηση του Συντάγματος της κυπριακής πολιτείας, και που θεωρείται ότι επιτάχυναν την εκδήλωση της ένοπλης ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων και, κατ' επέκταση, τις διακοινοτικές συγκρούσεις. Το ιδιότυπο Σύνταγμα που προέκυψε από τις ελληνοαγγλοτουρκικές συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (Φλεβάρης του 1959), οι οποίες επιβλήθηκαν στο λαό της Κύπρου και που επισφράγισαν τον τετραετή ένοπλο αγώνα των Ελλήνων του νησιού, φάνηκε από πολύ νωρίς ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Αντίθετα μάλιστα, αποτελούσε πραγματική τροχοπέδη στη λειτουργία του νεοϊδρυθέντος Κυπριακού κράτους, ιδιαίτερα επειδή οι Τουρκοκύπριοι, που εκτελούσαν εντολές της Άγκυρας, εκμεταλλεύτηκαν από την αρχή τις ιδιοτυπίες του Συντάγματος για να πλήξουν το κράτος και να το διαλύσουν αν ήταν δυνατό, εξυπηρετώντας τους τουρκικούς στόχους που είχαν εκδηλωθεί ανοικτά από το 1956 και που απέβλεπαν στη διχοτόμηση της Κύπρου. Ο πρόεδρος Μακάριος, ο οποίος αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή τις μεγάλες δυσκολίες που συνεχώς παρενέβαλαν οι Τουρκοκύπριοι στο έργο της οικοδόμησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρχισε να κινείται παρασκηνιακά με σκοπό την τροποποίηση μερικών, τουλάχιστον, άρθρων του Συντάγματος. Προς τούτο, είχε βολιδοσκοπήσει τόσο την ελληνική όσο και την αγγλική κυβέρνηση. Από την πλευρά της Ελλάδας, ο τότε υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ γνωστοποίησε στο Μακάριο, με επιστολή του ημερομηνίας 19.4.1963, την κατηγορηματική αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε οποιαδήποτε κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Η αγγλική κυβέρνηση, τόσο κατά τις σχετικές επαφές του τότε Κύπριου υπουργού των Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού στο Λονδίνο, όσο και μέσω του Βρετανού υπάτου αρμοστή στη Λευκωσία σερ Άρθουρ Κλαρκ, δεν έδωσε την εντύπωση ότι διαφωνούσε. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο σερ Άρθουρ υποστήριζε την προσπάθεια του Κύπριου προέδρου. Το όλο θέμα είχε θέσει ο Μακάριος το 1962 (5 Ιούνη) και στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Κέννεντυ κατά τη συνάντησή τους στην Ουάσιγκτον και φαίνεται ότι είχε βρει εκ μέρους του κατανόηση. Όμως όταν ο Μακάριος προέβη στην ενέργειά του, ο Κέννεντυ δε βρισκόταν πια στη ζωή, γιατί είχε δολοφονηθεί στις 22.11.1963, μια μόνο εβδομάδα πριν από την υποβολή των από 13 σημεία προτάσεων του Μακαρίου. Μετά την αρνητική στάση της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μακάριος δεν προχώρησε στην ενέργειά του. Την προώθησε όμως ξανά μετά την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή (17.6.1963) και την ανάληψη της εξουσίας από το Γεώργιο Παπανδρέου μετά τις εκλογές της 3.11.1963, που τις κέρδισε με ποσοστό 46%. Το σχετικό έγγραφο με τις προτάσεις του για μερική αναθεώρηση του Συντάγματος, ημερομηνίας 30.11.1963, το υπέβαλε ο Μακάριος στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ με ταυτόχρονη κοινοποίηση στις κυβερνήσεις Ελλάδας Τουρκίας και Αγγλίας: που ήταν και οι τρεις "εγγυήτριες δυνάμεις" της κυπριακής ανεξαρτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου. Η εισήγηση του Μακαρίου περιελάμβανε τις ακόλουθες τροποποιήσεις:
Ο Μακάριος επανειλημμένα κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για την κρίση που εξελίχτηκε σε χρόνια διακοινοτική διαμάχη. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία ότι η εξέγερση των Τούρκων της Κύπρου, που σχεδιάστηκε και προωθήθηκε από την Άγκυρα, θα εκδηλωνόταν οπωσδήποτε, είτε με αυτή είτε με άλλη ευκαιρία, είτε ακόμη και με δημιουργημένη από τους εξτρεμιστές Τουρκοκυπρίους "ευκαιρία", όπως η αποδειγμένη τοποθέτηση βομβών σε τουρκικά τεμένη από άντρες του Ραούφ Ντενκτάς, πράγμα που ο Ντενκτάς παραδέχτηκε το 1984. Η ένοπλη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων δεν πέτυχε το στόχο της, που ήταν η διάλυση του Κυπριακού Κράτους και η διχοτόμηση του νησιού. Αντίθετα, οι Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να δεχτούν το 1971 το σύνολο σχεδόν των από 13 σημεία προτάσεων του αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, καθώς και πολλά άλλα. Επενέβη όμως τότε η ελληνική στρατιωτική χούντα, που με τις ενέργειές της οδήγησε τα πράγματα στην καταστροφή. Στην περιβόητη επιστολή του Έλληνα δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου προς το Μακάριο, ημερομηνίας 18.6.1971, με την οποία απειλούσε τον Κύπριο πρόεδρο με τη λήψη εναντίον του "οσωνδήποτε πικρών μέτρων" χρειαστούν, εάν δεν υποχωρούσε σε διάφορα θέματα που συζητούσε με τους Τούρκους για λύση του Κυπριακού ζητήματος, ο δικτάτορας σημείωνε και τα εξής:... Ή παρουσία εντός του υπουργικού συμβουλίου Τουρκοκυπρίου υπουργού αρμοδίου δια τα θέματα Τοπικής Διοικήσεως εν τω συνόλω των... υπογραμμίζει την ενότητα του Κράτους. Ή μοναδική αύτη παραχώρησις - διότι ουδεμία άλλη ουσιαστικού περιεχομένου ζητείται από τουρκοκυπριακής πλευράς - αντισταθμίζεται πλουσίως δια των μέχρι τούδε προτάσεων του κ. Ντενκτάς, προτάσεων ικανοποιουσών μεταξύ άλλων και το σύνολον σχεδόν των εις τα " 13 σημεία" αιτημάτων Σας και επιτρεπουσών απρόσκοπτον λειτουργίαν του κρατικού μηχανισμού.... Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές ότι ο Μακάριος δεν προσπάθησε να επιβάλει με τη βία τις τροποποιήσεις που θεωρούσε αναγκαίες. Αντίθετα, ήταν εισηγήσεις που αποτελούσαν συγκεκριμένη πρόταση προς διαπραγμάτευση. Ωστόσο η Τουρκία θεώρησε ότι αποτελούσε αρκετή δικαιολογία για πρόκληση αναταραχής και διάλυση του Κυπριακού κράτους. Η κρίση δεν άργησε να έρθει, κι εκδηλώθηκε με ένοπλη ανταρσία των Τουρκοκυπρίων το Δεκέμβρη του 1963. Η ανταρσία αντιμετωπίστηκε από τους Έλληνες Κυπρίους δυναμικά και δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση που θεωρήθηκε διακοινοτική διαμάχη. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν διαμάχη που αφορούσε τον ίδιο το λαό, γιατί η μεγάλη μάζα των Τουρκοκυπρίων ούτε είχε σοβαρά προβλήματα να επιλύσει ούτε κι είχε τόσο τεταμένες σχέσεις με τον αντίστοιχο ελληνοκυπριακό πληθυσμό. Αντίθετα, η συμβίωση ήταν αρμονική όταν δεν υπήρχαν επεμβάσεις. Ήταν, συνεπώς, μια τεχνητή αντιπαράθεση, όπου οι Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να διαδραματίσουν ρόλο από την Άγκυρα, που τους έλεγχε σχεδόν πλήρως μέσω των τοπικών εξτρεμιστικών της οργάνων . Η Τουρκία όμως εργαζόταν με προοπτική τη διχοτόμηση της Κύπρου και στόχευε στη δημιουργία συνθηκών που απ' τη μια θα καθιστούσαν εντελώς προβληματική τη διαβίωση των δύο πληθυσμών μαζί κι απ' την άλλη θα διέλυαν την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την προοπτική αυτή, οι Τουρκοκύπριοι διατάχτηκαν να δημιουργήσουν στο νησί όσο το δυνατό ισχυρότερο γκέτο, στις διάφορες περιοχές όπου οι ίδιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία κι όπου θα μεταφέρονταν και άλλοι από περιοχές όπου αποτελούσαν τη μειοψηφία. Έτσι, μετά την έναρξη της κρίσης, σημειώνεται και πάλι ένα ρεύμα προσφύγων, με Τουρκοκυπρίους να μετακινούνται εγκαταλείποντας αναγκαστικά τις εστίες και περιουσίες τους και με Ελληνοκυπρίους να εκδιώκονται από περιοχές τέτοιων τουρκοκυπριακών γκέτο. Τέτοια γκέτο δημιουργήθηκαν στις τουρκοκυπριακές γειτονιές των πόλεων (εκτός της Κερύνειας) και μεγάλων συνοικισμών όπως η Πόλη Χρυσοχούς, καθώς και σε περιοχές ή χωριά με αμιγή τουρκοκυπριακό πληθυσμό ή με πλειοψηφία Τουρκοκυπρίων (όπως στα χωριά Λεύκα, Λουρουτζίνα, Κοφίνου, Πέργαμος και άλλα). Εκτός απ' αυτό, όλοι οι Τουρκοκύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους και να εγκλωβιστούν επίσης στα γκέτο. Και πράγματι το έπραξαν, εγκαταλείποντας κάθε βαθμό ιεραρχίας. Αποχώρησαν και οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί και οι βουλευτές και οι δικαστικοί και τα μέλη της αστυνομίας. και του στρατού κι όλοι οι άλλοι. Παρά την κατάσταση αυτή το Κυπριακό κράτος κατόρθωσε να επιβιώσει. Υποστηριζόμενο από διάφορες κατευθύνσεις, και με προσφυγές στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, κατόρθωσε να διατηρήσει την υπόστασή του και να συνεχίσει να αναγνωρίζεται από όλο τον κόσμο, εκτός της Τουρκίας. Ο πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας στρατάρχης Τίτο επισκέφτηκε επίσημα την Κύπρο το 1964, υπογραμμίζοντας έτσι με την επίσκεψή του τη διεθνή αναγνώριση του Κυπριακού κράτους . Στα Ηνωμένα Έθνη, τόσο η Ελλάδα όσο και πολλές άλλες χώρες τάχτηκαν αποφασιστικά υπέρ της Κύπρου. Στην ίδια την Κύπρο όμως έγινε τώρα το δεύτερο σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν σποραδικά και μέσα στο 1964 και μέσα στο 1965. Το 1964 ήταν χρόνος σημαντικών εξελίξεων:
Η Κύπρος ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στο 1965 όταν ο μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Γκάλο Πλάζα υπέβαλε τη σχετική έκθεσή του. Ορθή στάση είχε τηρήσει και ο τότε γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ. Ο Άτσεσον υπέβαλε επίσης το δικό του σχέδιο, που περιείχε διχοτομικά στοιχεία και απορρίφτηκε και από την Κύπρο και από την Ελλάδα. Η έκθεση του Γκάλο Πλάζα και το σχέδιο Άτσεσον ήταν δυο διαφορετικές αλλά ταυτόχρονες προτάσεις για λύση του Κυπριακού ζητήματος, προερχόμενες αντίστοιχα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Πλάζα) και από τις Ηνωμένες Πολιτείες (Άτσεσον). Ας δούμε αυτές τις δύο προτάσεις. Το Σχέδιο Άτσεσον Ο Ντιν Άτσεσον ήταν Αμερικανός πολιτικός, υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ 1949 και 1953. Διατέλεσε επίσης σύμβουλος τεσσάρων Αμερικανών προέδρων. Γεννήθηκε το 1893 και πέθανε το 1971. Πρωτεργάτης της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. κατά την εποχή του ψυχρού πολέμου. Το 1933 υπηρέτησε ως υφυπουργός Οικονομικών. Το 1945-47 υπηρέτησε ως υφυπουργός Εξωτερικών. Υπήρξε ο διαμορφωτής του περιβόητου Δόγματος Τρούμαν που σκοπό είχε την ποδηγέτηση από τις Η.Π.Α. της Ελλάδας και της Τουρκίας, διαμέσου οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας. Ως υπουργός Εξωτερικών, προώθησε τη δημιουργία του Βορειοατλαντικού Αμυντικού Συμφώνου, γνωστού ως Ν.Α.Τ.Ο.. Υπήρξε φανατικός αντικομουνιστής. Έγραψε διάφορα βιβλία πολιτικού περιεχομένου. Ο Άτσεσον σχετίστηκε με την Κύπρο κυρίως το 1964, όταν εκ μέρους των Η.Π.Α. συνέταξε και υπέβαλε διχοτομικό σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος, που παρέμεινε γνωστό ως Σχέδιο Άτσεσον. Τον Ιούνη του 1964 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου είχε συνομιλίες στις Η.Π.Α. κυρίως για το Κυπριακό, στις οποίες, από αμερικανικής πλευράς, συμμετείχε και ο Ντιν Άτσεσον. Ο Παπανδρέου αρνήθηκε να υποκύψει σε πιέσεις που ασκήθηκαν από τους Αμερικανούς σχετικά με την επίλυση του Κυπριακού, αποδέχτηκε όμως την προσφορά υπηρεσιών, που κυρίως εκφράστηκε με την προώθηση του Άτσεσον ως μεσολαβητή στο Κυπριακό ζήτημα, που είχε διασαλέψει τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και διαταράξει την ηρεμία στους κόλπους του Ν.Α.Τ.Ο., με την ηρεμία ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Την ίδια εποχή τα Ηνωμένα Έθνη είχαν διορίσει δικό τους μεσολαβητή στο Κυπριακό, το Φιλανδό Σακχάρι Τουομιόγια. Η παρεμβολή Άτσεσον, που προβλήθηκε ως ενισχυτική του ρόλου του μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών ήταν αμερικανική ενέργεια που ακολούθησε την άρνηση του Παπανδρέου να παρακαθήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες σε διάλογο κορυφής με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, για λύση του Κυπριακού ζητήματος. Ο Κύπριος πρόεδρος αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατέστησε σαφές με δήλωσή του (1.7.1964) ότι "η κυπριακή πλευρά αποκρούει τον διορισμό οιωνδήποτε συμβούλων του πολιτικού μεσολαβητού των Ηνωμένων Εθνών διότι τούτο εις τινα βαθμόν θα εσήμαινε τον διορισμόν πολλών μεσολαβητών και θα συνεπήγετο τον κίνδυνον εμπλοκής του θέματος εις άλλους κύκλους έξω των Ηνωμένων Εθνών." Ωστόσο τον Ιούλη του 1964 ο Άτσεσον συμμετείχε στις ελληνοτουρκικές επαφές που έγιναν στη Γενεύη για το Κυπριακό, ως "ειδικός απεσταλμένος" του προέδρου των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον, ενώ ο Τουομιόγια τον χαρακτήρισε ως "βοηθό" του. Στη Γενεύη ο Άτσεσον υπερφαλάγγισε τελικά τον Τουομιόγια και χειρίστηκε ο ίδιος το Κυπριακό, τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1964, εμφανίζοντας μάλιστα τις ενέργειές του ως υποστηριζόμενες και από τον Ο.Η.Ε.. Οι διαβουλεύσεις του Άτσεσον και η έκφραση εκ μέρους του "ιδεών" για λύση του Κυπριακού, διεξάγονταν χωριστά με τον εκπρόσωπο της Ελλάδας Δ. Νικολαρεΐζη και τον εκπρόσωπο της Τουρκίας, κι αργότερα πρωθυπουργό της, Νιχάτ Ερίμ. Τελικά το περιβόητο Σχέδιο Άτσεσον για λύση του Κυπριακού ζητήματος δεν ήταν κανονικό και πλήρες σχέδιο αλλά σειρά εισηγήσεών του, που έγιναν από τη Γενεύη, και στις οποίες δόθηκε ο τίτλος Σχέδιο. Τουλάχιστον κανένα ολοκληρωμένο και τελικό σχέδιο συνταγμένο από τον Άτσεσον δεν έχει αποκαλυφτεί. Οι διάφορες εισηγήσεις του Άτσεσον προς την ελληνική κυβέρνηση, επειδή λίγο αργότερα διαφοροποιήθηκαν από τον ίδιο χαρακτηρίστηκαν σαν δυο Σχέδια Άτσεσον, με τις ενδείξεις 1 και 2. Το δεύτερο αποτελούσε βελτιωμένες εισηγήσεις του Αμερικανού μεσολαβητή, μετά την απόρριψη από την ελληνική κυβέρνηση των αρχικών του εισηγήσεων. Ωστόσο και το λεγόμενο δεύτερο Σχέδιο Άτσεσον απορρίφτηκε τελικά τόσο από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο όσο και από το Γεώργιο Παπανδρέου. Οι εισηγήσεις του Άτσεσον Για πολλά χρόνια οι εισηγήσεις του Ντιν Άτσεσον αποτέλεσαν θέμα πολιτικών συζητήσεων στην Κύπρο και την Ελλάδα. Πολλοί χαρακτηρισμοί δόθηκαν σ' αυτές. Στην Κύπρο χαρακτηρίστηκαν ως διχοτομικές και απαράδεκτες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε χαρακτηριστικά ότι "οι προτάσεις του Άτσεσον είχαν ως τίτλον την ένωσιν και ως περιεχόμενον την διχοτόμησιν της Κύπρου". Η απόρριψη ωστόσο των εισηγήσεων αυτών προήλθε βασικά από το Μακάριο, προκλήθηκαν μάλιστα και έντονες διαφωνίες μεταξύ Μακαρίου και Παπανδρέου, γιατί αρχικά ο δεύτερος τις είχε κατά κάποιο τρόπο αποδεχτεί και αργότερα αναγκάστηκε να τις απορρίψει. Σύμφωνα με όσα είχαν αποκαλυφτεί, οι εισηγήσεις του Ντιν Άτσεσον προνοούσαν, μεταξύ άλλων:
Ωστόσο διάφορες άλλες εισηγήσεις του Άτσεσον που κατά καιρούς αποκαλύφτηκαν, εμφανίζουν σημαντικές διαφορές με τις πιο πάνω, όπως για παράδειγμα τη μόνιμη παραχώρηση στην Τουρκία κυπριακού εδάφους και όχι εκμίσθωσή του για 50 χρόνια. Στο τμήμα εκείνο η Τουρκία θα μπορούσε να αναπτύσσει δυνάμεις στρατιωτικές, ξηράς, θάλασσας και αέρα, και θα είχε πλήρη δικαιώματα. Επρονοείτο επίσης η δημιουργία άλλων δύο ή τριών "μικρών χώρων", όπου οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν την πλειοψηφία (καντόνια), με δική τους τοπική διοίκηση. Στη Λευκωσία θα μπορούσε ακόμη να εγκατασταθεί μια "κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση" που να ελέγχει τις υποθέσεις των Τουρκοκυπρίων. Υπήρχαν και άλλες πρόνοιες δευτερεύουσας σημασίας, όπως π.χ. ύπαρξη "ενός διεθνούς επιτρόπου" για την παρακολούθηση της κατάστασης θέμα εγγυήσεων των δικαιωμάτων της μειονότητας ειδικές ρυθμίσεις για την προστασία και ευημερία των Τουρκοκυπρίων κλπ. Οι εισηγήσεις του Ντιν Άτσεσον απορρίφτηκαν τελικά, όμως η εξέλιξη των γεγονότων τείνει ν' αποδείξει πως από τότε οι διάφορες αμερικανικές κυβερνήσεις ενεργούσαν σχετικά προς το Κυπριακό ζήτημα με βάση ακριβώς τις εισηγήσεις εκείνες του 1964. Μερικοί θεώρησαν πως το Σχέδιο Άτσεσον ήταν μια "χαμένη ευκαιρία" για την Ελλάδα και την Κύπρο, επειδή ακριβώς είχε ως τίτλο την ένωση. Ανεξάρτητα όμως από το γεγονός ότι η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να εισβάλει στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και να καταλάβει το μισό σχεδόν νησί, κρίνοντας με τα μέτρα και τις συνθήκες του 1964 (όταν μάλιστα μεταφερόταν στην Κύπρο με μυστικότητα μια ολόκληρη ελληνική μεραρχία με δύναμη πυρός σώματος στρατού) το σχέδιο του Αμερικανού μεσολαβητή δεν ήταν δυνατό παρά να θεωρηθεί εντελώς απαράδεκτο. Οι μελλοντικοί χειρισμοί του Κυπριακού και η μελλοντική τραγωδία της Κύπρου, δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίσουν εκ των υστέρων το σχέδιο του Ντιν Άτσεσον ως ικανοποιητικό. Ο ίδιος ο Άτσεσον, σε διάλεξη που έδωσε στις 27.10.1966, παραδέχτηκε απροκάλυπτα ότι η καλύτερη λύση του Κυπριακού ζητήματος είναι η διχοτόμηση, η οποία μόνον δια πιέσεως επί του Μακαρίου μπορεί να επιβληθεί. Πρόσθεσε δε χαρακτηριστικά πως, αν είχε στη διάθεσή του τον Έκτο αμερικανικό Στόλο, θα μπορούσε να λύσει το Κυπριακό σε μια μέρα! Το Σχέδιο Πλάζα Ο Γκάλο Πλάζα Λάσο ήταν Νοτιαμερικανός πολιτικός και διπλωμάτης από τον Ισημερινό (Ecuador). Υπηρέτησε ως ειδικός μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα από το Σεπτέμβρη του 1964 μέχρι το Δεκέμβρη του 1965. Είχε διατελέσει πρόεδρος του Ισημερινού. Ο Γκάλο Πλάζα αντικατέστησε τον πρώτο μεσολαβητή του Ο.Η.Ε. για το Κυπριακό, Φιλανδό Σακχάρι Τουομιόγια που είχε διοριστεί το Μάη του 1964 αλλά είχε πεθάνει το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Ο διορισμός του Γκάλο Πλάζα ως μεσολαβητή έγινε στο πλαίσιο των όρων εντολής του τότε γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ου Θαντ για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, μετά τη δραστηριοποίηση του Διεθνούς Οργανισμού, το 1964, αμέσως ύστερα από την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων στο νησί. Αρχικά ο Γκάλο Πλάζα διορίστηκε, το Μάη του 1964 ως ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα του Ο.Η.Ε., με εντολή "να διεξαγάγει συνομιλίες με τα ενδιαφερόμενα μέρη για την επίτευξη στόχων της αποστολής της ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) στην Κύπρο". Ως ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο υπηρέτησε μέχρι το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, οπότε αντικατέστησε τον Τουομιόγια ως μεσολαβητής. Τον Γκάλο Πλάζα αντικατέστησε στη θέση του ειδικού αντιπροσώπου, ο Βραζιλιάνος Κάρλος Μπερνάρντες. Ως μεσολαβητής για το Κυπριακό ο Γκάλο Πλάζα εργάστηκε σκληρά για πολλούς μήνες εμβαθύνοντας στην κυπριακή κρίση, κάνοντας πάρα πολλές επαφές και πολλές διαβουλεύσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα κι αναμεμειγμένα μέρη, και τελικά ετοίμασε την έκθεσή του για το Κυπριακό που υπέβαλε στο γενικό γραμματέα του Ο.Η.Ε. Την τελική έκθεση Πλάζα υιοθέτησε και δημοσίευσε ο Ου Θαντ στις 26.3.1965. Η έκθεση κάλυπτε 66 συνολικά σελίδες στις οποίες ο Γκάλο Πλάζα ανέλυε το Κυπριακό πρόβλημα και πρότεινε λύσεις που, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έγιναν αποδεκτές από την τότε κυπριακή κυβέρνηση του προέδρου Μακαρίου, αλλά απορρίφτηκαν με οργή από την Τουρκία. Η έκθεση Πλάζα Η έκθεση του Γκάλο Πλάζα γύρω από το Κυπριακό δεν μπορούσε να ξεφύγει από το γενικό πλαίσιο αρχών που καθορίζονται και από αυτό τούτο τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του οποίου η Κύπρος ήταν πλήρες και ισότιμο μέλος. Παράλληλα, ο Γκάλο Πλάζα είχε δει το Κυπριακό ζήτημα αντικειμενικά, έντιμα και ρεαλιστικά. Γι' αυτό και οι θέσεις που υιοθέτησε και οι εισηγήσεις που έκαμε πολύ απείχαν από τις πραγματικές προθέσεις και τις επιδιώξεις της Τουρκίας (που είχε υποκινήσει την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων) κι από τις θέσεις του Ντιν Άτσεσον και, κατ' επέκταση, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ν.Α.Τ.Ο. Οργισμένη η Άγκυρα κατηγόρησε τον Γκάλο Πλάζα ότι είχε συνωμοτήσει με το Μακάριο σε βάρος των Τουρκοκυπρίων. Ήταν φανερό ότι με την τουρκική αντίδραση και την παράλληλη εργασία του Ντιν Άτσεσον, η προσπάθεια των Ου Θαντ και Γκάλο Πλάζα δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει (και τελικά εγκαταλείφτηκε, αφού υποσκελίστηκε κι από τις μεταγενέστερες εξελίξεις). Ωστόσο η έκθεση Πλάζα, υιοθετημένη κι από τον Ου Θαντ, ενίσχυσε σημαντικά τις κυπριακές θέσεις, πάνω στο Κυπριακό κι απετέλεσε βαρύ πλήγμα στις διχοτομικές προσπάθειες της Τουρκίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι και η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., όταν συζήτησε το Κυπριακό το Δεκέμβρη του 1965, υιοθέτησε την έκθεση Πλάζα παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις της Τουρκίας. Στην αρχή της από 66 σελίδες έκθεσής του, ο Γκάλο Πλάζα ασχολήθηκε με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (με βάση τις οποίες ιδρύθηκε η Δημοκρατία της Κύπρου) που τις βρήκε "μοναδικές στο είδος τους" και ανεφάρμοστες. Μετά δε τα γεγονότα του 1963-64, εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι είχε δημιουργηθεί "μια κατάσταση που καθιστά ψυχολογικά και πολιτικά αδύνατη την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς". Ο Γκάλο Πλάζα, δικαιώνοντας ως ένα μεγάλο βαθμό το Μακάριο (που είχε υποβάλει τις από 13 σημεία προτάσεις του για τροποποίηση του Συντάγματος, προτάσεις που στάθηκαν η αφορμή αλλ' όχι η αιτία της κρίσης), απορρίπτει τις "πρωτότυπες" συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, εισηγείται τον παραμερισμό τους και, όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, "εκκαθαρίζει το έδαφος πάνω στο οποίο θα στηθεί το νέο οικοδόμημα". Γιατί ο Πλάζα εισηγείται μια νέα λύση που να μην έχει σχέση με εκείνη του 1959-1960:... Οποιαδήποτε λύση του προβλήματος, πρέπει να βασιστεί στην αναγνώριση του γεγονότος - που παραδέχτηκε και το Συμβούλιο Ασφαλείας με το να διορίσει μεσολαβητή - ότι το πρόβλημα της Κύπρου δεν μπορεί να λυθεί με προσπάθειες αποκατάστασης του καθεστώτος που υπήρχε πριν από το Δεκέμβρη του 1963, αλλά ότι πρέπει να υπάρξει μια νέα λύση... Αυτή η νέα λύση, για να είναι "συμπεφωνημένη", πρέπει να είναι αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, λέει ο Γκάλο Πλάζα. Μα σημειώνει πως...τα Ηνωμένα Έθνη έχουν, στην περίπτωση αυτή, να κάνουν με ένα κράτος - μέλος του Οργανισμού δηλαδή με ένα εξ ορισμού κυρίαρχο και ανεξάρτητο έθνος και για το λόγο αυτό καθώς και για άλλους λόγους, δικαιούμαι να θεωρήσω ότι μια βιώσιμη πολιτική λύση πρέπει να επιδιωχτεί αρχικά μεταξύ του ίδιου του κυπριακού λαού, μεταξύ Ελλήνων Κυπρίων και Τούρκων Κυπρίων. Τούτο είναι ουσιώδους σημασίας, για ν' αποκλειστεί κάθε επιχείρημα ότι η νέα λύση επιβλήθηκε από έξω. Και τονίζει:...Πρέπει η λύση ν' ανταποκρίνεται προς το συμφέρον του συνόλου του κυπριακού λαού, συνεπώς πρέπει να ικανοποιεί τις επιθυμίες της πλειοψηφίας του πληθυσμού και ταυτόχρονα να προβλέπει επαρκή προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων ολόκληρου του λαού... Στη συνέχεια ο μεσολαβητής εξετάζει στην έκθεσή του τις απόψεις των διάφορων ενδιαφερόμενων μερών, όπως τα μέρη τις είχαν εκθέσει στον ίδιο. Πρώτα παραλαμβάνει τις απόψεις των Τούρκων, οι οποίοι ευνοούν το "γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων της Κύπρου" και μια λύση με μορφή ομοσπονδίας. Δε διαφεύγει από τον Πλάζα πως πίσω απ' αυτά κρύβεται η διχοτόμηση. Την καταδικάζει και την απορρίπτει. Εκθέτει τους λόγους που την απορρίπτει: Η αντίδραση των Ελληνοκυπρίων, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Λόγοι οικονομικοί. Λόγοι κοινωνικοί και ηθικοί. Και γιατί αν δημιουργηθεί ένα σύνορο που να μοιράζει το νησί στα δυο, τούτο θα είναι μια μόνιμη πηγή ταραχών, που θα επεκτείνονται και πέρα από την Κύπρο, ως την Ελλάδα και την Τουρκία, κι από εκεί θ' απειλούν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ύστερα ο μεσολαβητής παραλαμβάνει και αναλύει τις ελληνικές απόψεις. Βασικά οι Έλληνες ζητούν αυτοδιάθεση. Ο Γκάλο Πλάζα, αφού σημειώνει τούτο το ουσιώδες:...Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο. Υπό την έννοια αυτή έγινε δεκτή σαν μέλος των Ηνωμένων Εθνών και εξακολουθεί να είναι κράτος - μέλος του. Η δε απόφαση της 4ης Μαρτίου του 1964, ρητά την αναφέρει σαν την κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία..., συνεχίζει, αναγνωρίζοντας στο λαό της Κύπρου δυο βασικά δικαιώματα: Το δικαίωμα της αποδέσμευσής του από τους περιορισμούς των Συμφωνιών του 1959-60. Και το δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης. Θεωρεί, ο Γκάλο Πλάζα - και ως εντολοδόχος του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, με ευαγγέλιό του τον Καταστατικό Χάρτη, δεν μπορεί, ακόμη κι αν ήθελε, να κάμει αλλιώς - το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σαν αναφαίρετο δικαίωμα κάθε λαού. Άρα λοιπόν και των Κυπρίων. Ωστόσο ο μεσολαβητής παραδέχεται πως, αν δινόταν στο λαό της Κύπρου το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τότε η Κύπρος θα οδηγείτο από την πλειοψηφία της, που την αποτελούν Έλληνες, στην ένωση με την Ελλάδα. Δε φαίνεται ν' απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ο Γκάλο Πλάζα. Τουλάχιστον τόσο κατηγορηματικά όσο απορρίπτει την ιδέα της διχοτόμησης. Όμως θεωρεί και την ένωση σαν μια ανεφάρμοστη λύση. Παραδέχεται πως, στον κυπριακό αγώνα για ελευθερία, οι Τουρκοκύπριοι ήταν αμέτοχοι:...Δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί ότι η ανοικτή αντίσταση εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας, υπήρξε υπόθεση των Ελλήνων Κυπρίων και όχι των Τούρκων Κυπρίων. Η ισχυρότερη εσωτερική πολιτική πίεση που οδήγησε στην ένοπλη επανάσταση του 1955 από τη μεριά των Ελλήνων της Κύπρου, είχε σκοπό όχι την ανεξαρτησία αλλά την ένωση με την Ελλάδα... Οι Ελληνοκύπριοι, συνεπώς, αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν πολεμώντας τους Βρετανούς κυρίαρχους. Αλλά οι Τουρκοκύπριοι στρογγυλοκάθισαν στο ίδιο τραπέζι της μοιρασιάς. Και ζητούσαν, μάλιστα, τη μερίδα του λέοντος!... Σημειώνει δε ο Πλάζα:...Επί των ημερών του προκατόχου μου (Τουομιόγια) φαινόταν ν' απομένει μόνο μια δυνατή λύση. Η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Υπέρ αυτής συνηγορούσαν: Πρώτον, το γεγονός ότι στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου υπήρξε η ένωση αναγνωρισμένος πολιτικός αντικειμενικός σκοπός. Δεύτερον, ότι ήταν λύση που είχε λογικές πιθανότητες να συγκεντρώσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του κυπριακού λαού. Και τρίτον, ότι ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί, χωρίς να διασπαστεί η τωρινή διάρθρωση και κατανομή του πληθυσμού... Και συνεχίζει ο Γκάλο Πλάζα:...Ο προκάτοχός μου διαπίστωσε - και μπορώ να το επιβεβαιώσω - ότι η επίσημη απαγόρευση της ένωσης από τις Συνθήκες (του 1959-60) δεν κατέστειλε την ενωτική ιδέα στην Κύπρο. Είναι αδύνατο ν' αποφύγει κανένας την εντύπωση, ότι ένα μεγάλο τμήμα των οπαδών της ηγεσίας των Ελλήνων Κυπρίων και πολλοί από τους ίδιους τους ηγέτες, θεωρούν ότι το επίσημο αίτημα για πλήρη ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, δεν έχει άλλη έννοια από το ότι η Κύπρος πρέπει ν' αποδεσμευτεί από τις συμβατικές και συνταγματικές της υποχρεώσεις - οι οποίες της περιόρισαν την ελευθερία της εκλογής - οπότε, με μια δημοκρατική διαδικασία, θα επιλεγεί η ένωση με την Ελλάδα... Μετά ο Γκάλο Πλάζα υπενθυμίζει την προσπάθεια του Ντιν Άτσεσον, την "αποτυχούσαν προσπάθεια", για επίτευξη της ένωσης, με ανταλλάγματα προς την Τουρκία. Και τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα πως, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, οποιαδήποτε απόπειρα για πραγματοποίηση της ένωσης, παρά τη θέληση της Τουρκίας, θα γίνει αιτία διατάραξης της ειρήνης στην Κύπρο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Απορρίπτεται, λοιπόν, από το μεσολαβητή η διχοτόμηση. Απορρίπτεται και η ένωση. Τι μένει; Η αυτοδιάθεση, την οποία ο Πλάζα δεν μπορεί - κι ούτε δικαιούται - ν' αρνηθεί. Αν, όμως, αυτοδιάθεση σημαίνει και ένωση; Και αν η ένωση πρέπει ν' απορριφτεί; Ωστόσο ο Γκάλο Πλάζα, μη έχοντας ο ίδιος το δικαίωμα να το κάνει, εισηγείται στους ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων να απορρίψουν οι ίδιοι τη λύση της ένωσης με την Ελλάδα, με το να μη την προτείνουν στον κυπριακό λαό σαν λύση. Έτσι, όταν η ένωση θα διαγραφεί από τον κατάλογο των πιθανών λύσεων, όχι κατ' απαίτηση άλλων αλλά με επιθυμία των ίδιων των Ελληνοκυπρίων, τότε αυτοδιάθεση δε θα σημαίνει και ένωση. Και έτσι η αυτοδιάθεση θα παραμείνει ως ιδανική λύση. Σημειώνει ο Γκάλο Πλάζα:...Οφείλω να τονίσω ξανά πως, εν όψει των κυριαρχικών δικαιωμάτων των οποίων θ' απολαύει η κυπριακή κυβέρνηση, η απόφαση αυτή [του αποκλεισμού της ένωσης από τους Ελληνοκυπρίους] πρέπει να πάρει, φυσικά, τη μορφή εθελοντικής από μέρους της ενέργειας. Η διατήρηση της Κύπρου σαν ανεξάρτητου κράτους, πρέπει να πηγάζει από σχετική ελεύθερη απόφαση της κυβέρνησης και του λαού της Κύπρου και όχι να επιβάλλεται σαν όρος στην Κύπρο και στο λαό της... Με άλλα λόγια, ο Γκάλο Πλάζα εισηγείται μια Κυπριακή Δημοκρατία ελεύθερη, πραγματικά ανεξάρτητη κι ενιαία και, ιδίως, μη εξαρτώμενη από την Ελλάδα και την Τουρκία. Εισηγείται την ίδρυση ενός πραγματικά αυτόνομου και κυρίαρχου κράτους με διασφαλισμένα τα δικαιώματα της μειονότητας των Τούρκων Κυπρίων. Η ύπαρξη της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους σήμαινε και τον αποκλεισμό της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Κι αυτό ήταν το βασικότερο σημείο που οι Έλληνες της Κύπρου δεν ήταν τότε έτοιμοι να αποδεχτούν. Γενικότερα, τα θετικά στοιχεία που προέκυψαν από την υιοθέτηση της έκθεσης Πλάζα από τον Ο.Η.Ε. ήταν:
Το Κυπριακό ζήτημα Με τον όρο Κυπριακό ζήτημα ή και Κυπριακό πρόβλημα ή ακόμη μόνο Κυπριακό, εννοούμε την παρατεινόμενη εκκρεμότητα εξαιτίας της μη εξεύρεσης μόνιμης και ικανοποιητικής λύσης και της μη οριστικής ρύθμισης του εθνικού θέματος της Κύπρου και του μέλλοντός της. Πρόκειται για ένα μακρόχρονο θέμα που πέρασε από πολλά στάδια και στο οποίο αναμείχτηκαν διάφορες χώρες, άλλες σε βαθμό άμεσο και άλλες σε έμμεσο, που απασχόλησε κατά καιρούς κι εξακολουθεί να απασχολεί διάφορα διεθνή σώματα, που έφτασε αρκετές φορές σε έξαρση μέχρι και σε πολεμικές αναμετρήσεις, και που επανειλημμένα χαρακτηρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως ένα από τα σοβαρότερα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Το Κυπριακό ζήτημα άρχισε ως ένα απλό αίτημα απελευθέρωσης ενός λαού από τα δεσμά της δουλείας του και κατέστη με τον καιρό, κι εξαιτίας διάφορων παραγόντων, ένα από τα πιο πολύπλοκα διεθνή πολιτικά προβλήματα. Αρχικά το Κυπριακό ζήτημα είχε τεθεί αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, την απελευθέρωση τμήματος της Ελλάδας και τη σύσταση του πρώτου ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Με τη λήξη της επανάστασης εκείνης είχε απελευθερωθεί μικρό μόνο τμήμα του ελληνικού κόσμου, ενώ άλλα μεγάλα τμήματά του (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Μικρά Ασία, Κρήτη, Επτάνησα, Δωδεκάνησα κλπ. ) παρέμειναν κάτω από τουρκική ή και άλλη ξένη κατοχή. Με τη σύσταση όμως του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, τέθηκαν εξαρχής και οι ακόμη παραπέρα εθνικές διεκδικήσεις της χώρας, οι σχετικές με τα τμήματα του ελληνικού χώρου που εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από ξένη κατοχή. Ήδη από το 1828, στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας είχε δηλώσει σαφώς:...όσον δε περί των νήσων, και η ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητος, όλο εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι η Ρόδος, η Κύπρος και τόσαι άλλαι ακόμη (νήσοι) είναι της Έλλάδος διαμελίσματα... Συνεπώς, εξαρχής μεταξύ των εθνικών διεκδικήσεων περιλαμβανόταν και η Κύπρος. Οι Έλληνες Κύπριοι είχαν, εξάλλου, θέσει από την πρώτη στιγμή προς τον Καποδίστρια, το ζήτημα απελευθέρωσης της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Η πρώτη ξένη αναφορά στο θέμα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα απαντά σε υπόμνημα της 5.1.1824, που είχε υποβληθεί από κατοίκους της Βοστώνης προς τη Βουλή και Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών:...είναι εντελώς προφανές, έγραφαν, ότι η δημιουργία ενός νέου ελεύθερου κράτους στη Μεσόγειο αποτελούμενου όχι μόνο από τις ακτές της Νότιας Ελλάδας αλλά και από τα νησιά, ιδιαίτερα δε την Κρήτη και την Κύπρο, θα αποτελούσε μια ισχυρή αναχαίτιση κατά των βαρβαρικών χωρών των εξαρτωμένων από την Υψηλή Πύλη... Αρχικά λοιπόν, το θέμα της Κύπρου ήταν ζήτημα απελευθέρωσης από την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ένωσης του νησιού με τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο. Παρόμοιο ακριβώς ήταν και το θέμα της Κρήτης στην οποία και σημειώθηκαν επανειλημμένες επαναστάσεις μέχρις ότου αυτό τελικά επιτευχθεί. Έτσι, εξαρχής το Κυπριακό πρόβλημα εκφραζόταν με τη λέξη ένωση. Η λέξη εκφράζει ακριβώς τη μακρόχρονη αγωνιστική προσπάθεια των Ελλήνων της Κύπρου να εντάξουν το νησί τους στο Ελληνικό κράτος, έτσι ώστε ν' αποτελέσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το αίτημα της ένωσης εξελίχτηκε σε ιδανικό με το οποίο ανατράφηκαν γενιές Ελλήνων Κυπρίων και για το οποίο διεξήχθησαν σκληροί αγώνες. Χρησιμοποιήθηκε δε τόσο πλατιά η λέξη ένωση, ώστε πολιτικογραφήθηκε πλέον ως διεθνής πολιτικός όρος. Για τα επόμενα εκατόν πενήντα περίπου χρόνια, το αίτημα της ένωσης ήταν εκείνο που αποτελούσε, βασικά, το Κυπριακό ζήτημα. Δε θα περιγράψουμε εδώ τη γένεση, την πορεία και τα στάδια από τα οποία πέρασε το αίτημα της ένωσης, γιατί λεπτομέρειες δίνονται στο σχετικό κεφάλαιο που έχει προηγηθεί. Ένα σημείο οριοθέτησης του Κυπριακού ζητήματος υπήρξε η ξαφνική εξέλιξη της κατάκτησης της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία το 1878, που σήμανε και τον τερματισμό της μακράς περιόδου της τουρκοκρατίας. Η συμφωνία μεταξύ της Υψηλής Πύλης και της Βρετανικής κυβέρνησης για παράδοση της Κύπρου από την πρώτη στη δεύτερη, στο πλαίσιο των γενικότερων συμφερόντων τους, καθώς και η αναίμακτη κατάληψη της Κύπρου από τους Βρετανούς τον Ιούλη του 1878, υπήρξαν σημαντικά γεγονότα που χαιρετίστηκαν από τους Έλληνες της Κύπρου (οι οποίοι όμως, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν ερωτηθεί). Οι Έλληνες Κύπριοι θεώρησαν την εξέλιξη αυτή ως πρώτο βήμα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έχοντας μάλιστα υπόψη και το προηγούμενο των Ιόνιων νησιών που κατέχονταν από τη Βρετανία πριν παραδοθούν τελικά στην Ελλάδα. Η απόδοση στην Ελλάδα διάφορων εδαφών που δικαιωματικά έπρεπε να της ανήκουν (όπως τα Δωδεκάνησα αργότερα, τα Επτάνησα πιο πριν) καθώς και η επέκταση (όχι χωρίς θυσίες) των ελληνικών εθνικών συνόρων σε περιοχές που και πάλι δικαιωματικά έπρεπε ν' ανήκουν στην Ελλάδα (όπως η Θεσσαλία, η Κρήτη, η Μακεδονία και η Θράκη), ήταν γεγονότα που δεν αντιμετώπισαν τόσο μεγάλα και τόσο ανυπέρβλητα εμπόδια (με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, την περίπτωση της Κρήτης), όσα αντιμετώπισε το θέμα της Κύπρου. Ο λόγος ήταν ότι στην περίπτωση της Κύπρου υπεισέρχονταν και άλλοι παράγοντες που καθιστούσαν το πρόβλημα πολύ πιο πολύπλοκο, και μάλιστα όταν οι άλλοι αυτοί παράγοντες σχετίζονταν με τα μεγάλα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, ζωτικότατη από διάφορες απόψεις, στρατιωτική, οικονομική κ.ά., διαφοροποιούσε σοβαρά το ζήτημα της Κύπρου από άλλα άλλων τμημάτων του ελληνικού χώρου. Λόγω της θέσης της στην Ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος ήταν από την αρχαιότητα και συνεχώς, χώρος στον οποίο διασταυρώνονταν και συγκρούονταν όχι μόνο διαφορετικοί πολιτισμοί, αλλά και διαφορετικά συμφέροντα. Συνεπώς και χώρος διεκδικούμενος από τις δυνάμεις της κάθε εποχής. Τώρα, κατά τον 20ο αιώνα, κατεχόμενη από τη Μεγάλη Βρετανία και βρισκόμενη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής που η διεθνής της σημασία όλο και μεγάλωνε όσο μεγάλωνε και η σημασία των πετρελαίων, η Κύπρος δεν είχε τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όσες είχαν άλλα τμήματα του ελληνικού χώρου. Ήταν, δηλαδή, πολύ πιο εύκολο να κερδηθεί από την Ελλάδα, και χωρίς να υπάρξουν τόσο σοβαρές διεθνείς αντιρρήσεις για παράδειγμα η Ζάκυνθος ή η Κάρπαθος, παρά η Κύπρος. Η σχετικά μεγάλη απόσταση μεταξύ της Κύπρου και των νοτιοανατολικών συνόρων της ελληνικής επικράτειας και ταυτόχρονα, η μικρή απόσταση μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, καθιστούσε το πρόβλημα ακόμη δυσκολότερο. Με το να βρίσκεται επίσης στα νότια της Τουρκίας, η Κύπρος αποτελούσε για τη χώρα αυτή μια επιπλέον απειλή εάν κατεχόταν από την Ελλάδα, γιατί έτσι η ελληνική επικράτεια θα κύκλωνε εντελώς την αντίστοιχη τουρκική, όταν για την Τουρκία ήταν, και είναι, ζωτικής σημασίας η πρόσβαση προς τη Μεσόγειο (τουλάχιστον η ίδια η Τουρκία θεωρούσε μια τέτοια εξέλιξη ως θανάσιμη απειλή για την ίδια). Ο τουρκικός παράγοντας, λοιπόν, ήταν σοβαρός για το όλο Κυπριακό ζήτημα κι ενισχυόταν και από το γεγονός ότι στην ίδια την Κύπρο υπήρχε και το τουρκικό στοιχείο. Οι Έλληνες Κύπριοι, σ' όλα σχεδόν τα στάδια της εθνικής τους διεκδίκησης, ποτέ δεν υπολόγισαν ορθά τον τουρκικό παράγοντα, θεωρώντας ότι το τουρκικό στοιχείο του νησιού αποτελούσε αμελητέα μειοψηφία και ξεχνώντας ότι πολύ κοντά στο νησί βρισκόταν μια τεράστια τουρκική πλειοψηφία. Στο Κυπριακό ζήτημα, λοιπόν, αναμειγνύονταν:
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού του νησιού, κορυφώθηκαν τον Οκτώβρη του 1931, με τη γνωστή εξέγερση για την οποία έγινε ήδη εκτενής αναφορά πιο πάνω. Τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, χιλιάδες Κύπριοι μετείχαν εθελοντικά, πιστεύοντας ότι αγωνίζονταν έτσι και για τη δική τους ελευθερία που όμως δεν ήρθε. Η πορεία του ενωτικού αιτήματος έγινε τώρα, μετά και την τελευταία μεγάλη απογοήτευση, πιο δυναμική. Κορυφώθηκε και πάλι από το 1955, όταν άρχισε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας. Ήδη μετά το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, η αυτοδιάθεση των υπόδουλων ακόμη λαών ήταν αίτημα που εύρισκε πρόσφορο έδαφος. Έτσι, και οι Έλληνες Κύπριοι διαφοροποίησαν τώρα και το δικό τους αίτημα, από ένωση σε αυτοδιάθεση - ένωση. Ενώ όμως το αίτημα άρχισε να διεκδικείται με περισσότερο δυναμικούς τρόπους ανάλογή ήταν και η αντίδραση των Τούρκων που πρόβαλλαν τώρα ένα δικό τους αίτημα για την Κύπρο, τη διχοτόμηση του νησιού. Ένας τρίτος παράγοντας που επίσης διαφοροποιήθηκε τώρα (ιδίως μετά το 1956), ήταν ο αγγλικός. Η Μεγάλη Βρετανία έχανε συνεχώς τις κτήσεις της στην Ανατολή, υποχρεούμενη σε συνεχή υποχώρηση (Άντεν και άλλα μέρη, ιδίως δε η ήττα στην Αίγυπτο το 1956 και η απώλεια του ελέγχου της διώρυγας του Σουέζ). Έτσι κατέστη φανερό ότι η Κύπρος γινόταν τώρα το προχωρημένο φυλάκιο της χώρας αυτής στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, όπου επίσης τα πράγματα διαφοροποιούνταν, και γίνονταν περισσότερο πολύπλοκα, ιδίως μετά τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ (αμέσως μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο) και τη δημιουργία του παλαιστινιακού ζητήματος. Η περιβόητη δήλωση του Άγγλου υφυπουργού Χόπκινσον το 1954, ότι υπάρχουν αγγλικές κτήσεις, που εξαιτίας της σημασίας τους δεν είναι δυνατόν ν' αναμένουν ότι θα καταστούν ποτέ πλήρως ανεξάρτητες (δήλωση που προκάλεσε θύελλα στην Κύπρο) εξέφραζε ακριβώς την καινούρια αγγλική θέση όπως διαμορφώθηκε από τις νέες εξελίξεις. Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου τερματίστηκε το 1959, χωρίς να πετύχει αυτό που ποθούσε, δηλαδή την αυτοδιάθεση - ένωση. Ο ίδιος ο ηγέτης του ενωτικού αγώνα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' είχε από το 1958 διαφοροποιήσει σημαντικά τη θέση του, κάνοντας τώρα λόγο για ανεξαρτησία. Πράγματι, η ανεξαρτησία ήρθε σχετικά εύκολα τον επόμενο χρόνο, με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, αλλά ακόμη κι αυτή δεν ήταν πλήρης, δικαιώνοντας έτσι το Χόπκινσον. Ουσιαστικά η Κύπρος τέθηκε κάτω από την κηδεμονία τριών χωρών που υπέγραψαν ως εγγυήτριες δυνάμεις, της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και οι τρεις ήταν χώρες μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (Ν.Α.Τ.Ο.), της οποίας ηγέτιδα χώρα ήταν η Αμερική. Κι ακριβώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η νέα δύναμη που ως ένα μεγάλο βαθμό αντικατέστησε την αγγλική κηδεμονία σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Σαν ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος προσπάθησε ν' ακολουθήσει αδέσμευτη πολιτική με περισσότερες όμως εξαρτήσεις από τη Δύση. Κανείς όμως από τους Κυπρίους δε θεώρησε ότι με το νέο καθεστώς ανεξαρτησίας το Κυπριακό ζήτημα είχε επιλυθεί. Οι Έλληνες Κύπριοι εξυπηρετούσαν τώρα τις καινούριες βλέψεις της Τουρκίας που αφού είχε κερδίσει αρκετά με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, θεώρησε πως μπορούσε να κερδίσει πολύ περισσότερα. Η σύγκρουση και η νέα κρίση δεν άργησε να έρθει. Ήρθε με τη διακοινοτική διαμάχη του τέλους του 1963 κ.ε. Το Κυπριακό ζήτημα μπήκε έτσι σε μια νέα φάση που αποτελούνταν από δύο σκέλη:
Οι εξωτερικές επεμβάσεις προέρχονταν από την Τουρκία που βομβάρδισε περιοχές του νησιού το καλοκαίρι του 1964 και που απειλούσε συνεχώς με εισβολή. Η Τουρκία δεν μπόρεσε το 1963-64 να πετύχει τη διάλυση του Κυπριακού κράτους, το οποίο διέθετε τώρα προσβάσεις στα διεθνή σώματα όπως ο Ο.Η.Ε. Προκειμένου μάλιστα να προστατευτεί καλύτερα, η Κύπρος διεθνοποίησε το Κυπριακό ζήτημα, με αλλεπάλληλες προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη και με άλλους τρόπους. Τα Ηνωμένα Έθνη ήταν υποχρεωμένα να επέμβουν και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους για μια τελική ρύθμιση του προβλήματος, που κατέστη έτσι πρόβλημα το οποίο επανειλημμένα απασχόλησε όλα τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. καθώς και ομάδες κρατών (Αδέσμευτοι, Κοινοπολιτεία κ.ά.) Οι μεγάλες δυνάμεις υποχρεώθηκαν να χαράξουν δική τους η καθεμιά πολιτική πάνω στο Κυπριακό, σύμφωνη και προς τα δικά τους συμφέροντα. Οι φιλικές σχέσεις που απέκτησε η Κύπρος με πολλές χώρες τη βοήθησαν να βρει υποστήριξη αρκετές φορές κατά τις οποίες την είχε πράγματι ανάγκη. Όμως το πρόβλημα γινόταν συνεχώς και περισσότερο δύσκολο στη λύση του, αν και απλό στο χαρακτήρα και στην ουσία του. Το επόμενο στάδιο ήταν η έναρξη διακοινοτικού διαλόγου (μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού) που εγκαινιάστηκε το 1968. Ο διάλογος αυτός πέρασε από διάφορα στάδια επίσης, δεν πρόλαβε όμως να δώσει λύσεις στα προβλήματα και να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ των δυο στοιχείων του νησιού. Ενώ, ύστερα από επίμονες προσπάθειες, ο διακοινοτικός διάλογος, που διεξαγόταν κάτω από την εποπτεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, φάνηκε ότι ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάποια συμφέρουσα για όλους τους Κυπρίους λύση νέες τραγικές εξελίξεις σημειώθηκαν. Η έξαρση πάλι του ενωτικού αγώνα από μερίδα των Ελλήνων της Κύπρου, που υποκινούνταν από την ελληνική χούντα, προκάλεσε εμφύλια διαμάχη. Οι επεμβάσεις της ελληνικής χούντας κορυφώθηκαν με το πραξικόπημα της 15.7.1974. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της είχε προσφερθεί, διενήργησε τελικά στις 20.7.1974 τη στρατιωτική εισβολή που σχεδίαζε από τόσα χρόνια, πετυχαίνοντας να καταλάβει ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού, εφαρμόζοντας δηλαδή με τη χρήση των όπλων και "ντε φάκτο" το παλιό αίτημα των Τούρκων για διχοτόμηση της Κύπρου. Διάφορες λύσεις είχαν προταθεί από διάφορες κατευθύνσεις κατά καιρούς, για λύση του Κυπριακού ζητήματος. Ανάμεσα σ' αυτές και η λύση της διπλής ένωσης, δηλαδή της ένωσης τμήματος της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός δεύτερου τμήματός της με την Τουρκία. Η ύπαρξη συνόρων όμως στο νησί, είτε "ντε φάκτο" είτε "ντε γιούρε" θ' αποτελεί πάντοτε λόγο για προστριβές και παράταση της κρίσης. Μετά την επιβολή δια της βίας "συνόρων", με την τουρκική εισβολή του 1974, δημιουργήθηκε και πάλι μια νέα κατάσταση. Έτσι τώρα το κυπριακό ζήτημα αποτελείται και πάλι από δύο σκέλη, που είναι:
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες της Κύπρου, που βρισκόταν κάτω από την αγγλική κατοχή, να αποκτήσει την ελευθερία της. Διακρίνεται για επανειλημμένες αιτήσεις και προσφυγές γι' αυτό τον σκοπό προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και για την αδυναμία του τελευταίου να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια, κυρίως εξαιτίας του ότι αντίπαλη δύναμη της Κύπρου ήταν η Μεγάλη Βρετανία, μια από τις ηγέτιδες χώρες στον Ο.Η.Ε. όπου και διέθετε κατά τη δεκαετία του 1950 τεράστια δύναμη κι επιρροή. Οι πρώτες σχέσεις της υπόδουλης Κύπρου με τα Ηνωμένα Έθνη χρονολογούνται σχεδόν αμέσως μετά την άνοδο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου (20.10.1950). Μεθοδεύοντας τον αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων για απελευθέρωση του νησιού τους, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος στράφηκε σε διάφορες κατευθύνσεις και, φυσικά προς τα Ηνωμένα Έθνη, στοχεύοντας στη διεθνοποίηση του ζητήματος που οι Άγγλοι κυρίαρχοι θεωρούσαν ως "κλειστόν". Ήδη με επιστολή του ημερομηνίας 8.2.1951, ο Μακάριος κατάγγειλε στον Ο.Η.Ε. τη Μεγάλη Βρετανία ότι εξακολουθούσε να κρατά υπόδουλο και παρά τη θέλησή του, τον κυπριακό λαό. Τον Οκτώβρη του 1952 ο Μακάριος πήγε προσωπικά στην έδρα του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης και στη συνέχεια περιόδευσε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τους εκεί ομογενείς υπέρ της κυπριακής υπόθεσης. Τον Αύγουστο του 1953 ο Μακάριος, ενεργώντας ως εκπρόσωπος του υπόδουλου κυπριακού Ελληνισμού, υπέβαλε αίτηση στον Ο.Η.Ε. (με ημερομηνία 10.8.1953) ζητώντας την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για το λαό της Κύπρου, σύμφωνα με σχετική απόφαση του ίδιου του Ο.Η.Ε. με την οποία καλούσε τα κράτη - μέλη να προωθούν αυτό το δικαίωμα των λαών. Παράλληλα ο Μακάριος πίεζε κατά το διάστημα αυτό τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις να εγγράψουν για συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του Διεθνούς Οργανισμού το θέμα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου. Συναντούσε όμως μεγάλη απροθυμία εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα ήταν σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας και εξαρτιόταν από αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αντιδικήσει μαζί της και μάλιστα από το επίσημο βήμα του Διεθνούς Οργανισμού. Ωστόσο, στο τέλος του 1953 το Κυπριακό θίχτηκε στις συζητήσεις στα Ηνωμένα Έθνη από την ελληνική αντιπροσωπεία και παρά τις πιέσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ίντεν. Και τον επόμενο χρόνο η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλεξάνδρου Παπάγου αποφάσισε να θέσει για πρώτη φορά το Κυπριακό επίσημα στον Ο.Η.Ε. Η ελληνική αίτηση υποβλήθηκε με ημερομηνία 16.8.1954 και με την υπογραφή του Παπάγου στο γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Με αυτήν ζητούνταν να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ιδίου χρόνου για συζήτηση το θέμα: Εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου. Παράλληλα ο Μακάριος υπέβαλε και δική του αίτηση, με ημερομηνία 22.8.1954, ζητώντας από τα Ηνωμένα Έθνη να προωθήσουν το ζήτημα της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Το Σεπτέμβρη του ιδίου χρόνου ο Μακάριος πήγε πάλι προσωπικά στην έδρα του Ο.Η.Ε. για προώθηση της ελληνικής προσφυγής υπέρ της Κύπρου. Η επιτροπή για τον καταρτισμό της ημερήσιας διάταξης της Γενικής Συνέλευσης αποφάσισε, στις 23.9.1954, με ψήφους 9 υπέρ, 3 εναντίον και 3 αποχές, την εγγραφή του θέματος για συζήτηση. Οι χώρες που ψήφισαν υπέρ της εγγραφής ήταν: Κίνα, Ισλανδία, Βιρμανία, Σοβιετική Ένωση, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Σιάμ και Συρία. Εναντίον ψήφισαν: Βρετανία, Γαλλία και Αυστραλία. Αποχή τήρησαν: Ηνωμένες Πολιτείες, Ολλανδία και Κολομβία. Την επόμενη μέρα έγινε ξανά ψηφοφορία για την τελική έγκριση της εγγραφής του θέματος από την ολομέλεια. Κατά τη συζήτηση, ο εκπρόσωπος του Ιράκ υπέβαλε πρόταση να αναβληθεί η εγγραφή "για λίγες μέρες". Έγινε ψηφοφορία και ψήφισαν υπέρ αναβολής 24 χώρες: Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Κολομβία, Κοσταρίκα, Δανία, Δομινικανή Δημοκρατία, Αιθιοπία, Γαλλία, Ινδία, Ιράκ, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περσία, Περού, Σουηδία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα. Εναντίον της αναβολής ψήφισαν 24 χώρες επίσης: Αφγανιστάν, Βιρμανία, Λευκορωσία, Κίνα, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ελ Σαλβαντόρ, Ελλάδα, Αϊτή, Ονδούρα, Ισλανδία, Ινδονησία, Λίβανος, Νικαράγουα, Φιλιππίνες, Πολωνία, Σαουδική Αραβία, Συρία, Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση, Υεμένη, Γιουγκοσλαβία. Δήλωσαν αποχή 12 χώρες: Αργεντινή, Βολιβία, Βρετανία, Βραζιλία, Γουατεμάλα, Ισραήλ, Λιβερία, Λουξεμβούργο, Μεξικό, Ταϊλάνδη, Τουρκία, Νότιος Αφρική. Μετά από συζήτηση, έγινε ξανά ψηφοφορία και τελικά με ψήφους 30 υπέρ (κυρίως των σοσιαλιστικών χωρών), 19 εναντίον και 11 αποχές, η Γενική Συνέλευση ενέκρινε την εγγραφή του Κυπριακού. Ο Μακάριος πήγε στην έδρα του Ο.Η.Ε. και είχε συνεχείς επαφές και παρασκηνιακές συναντήσεις με πολλούς αντιπροσώπους χωρών. Αντίθετα, η αντιπροσωπεία της Ελλάδας δε φαίνεται να είχε κινηθεί ιδιαίτερα δραστήρια στο παρασκήνιο (όπου συνήθως γίνεται η ουσιαστικότερη εργασία και παίρνονται οι περισσότερες αποφάσεις) προς εξασφάλιση υποστήριξης από τις διάφορες αντιπροσωπείες. Τελικά, σε αυτή την πρώτη παρουσίαση του Κυπριακού στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών καθοριστική στάθηκε η στάση που τήρησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες και ασκούσαν τότε τεράστια επιρροή και επηρέαζαν καθοριστικά τις αποφάσεις πολλών κρατών-μελών. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχικά βεβαιώσει την Ελλάδα ότι θα τηρούσαν ουδέτερη στάση, τελικά ο αντιπρόσωπός τους στα Ηνωμένα Έθνη Κάμποτ Λοτζ δήλωσε επίσημα στις παραμονές της συζήτησης του Κυπριακού στην Πρώτη Επιτροπή (που θα άρχιζε στις 14.12.1954) ότι η χώρα του θα καταψήφιζε την ελληνική προσφυγή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν, στο μεταξύ, αποφασίσει ότι δεν ήταν προς το συμφέρον τους να μην ικανοποιήσουν πλήρως τη Μεγάλη Βρετανία. Την ίδια θέση την οποία εξέφρασε ο Κάμποτ Λοτζ, είχε ταυτόχρονα διαβιβάσει στην ελληνική κυβέρνηση και ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Κάβεντις Κάννον. Στο μεταξύ είχε επιστρατευτεί και η Τουρκία κατά της ελληνικής προσφυγής. Μια μέρα πριν αρχίσει η συζήτηση του Κυπριακού, η Τουρκία πήρε στη Νέα Υόρκη από τη Λευκωσία το μουφτή της Κύπρου, που τον περιέφερε στα γραφεία και στους διαδρόμους του Ο.Η.Ε. για να επιδείξει την "ζωντανή δυστυχία" των Τουρκοκυπρίων. Παραθέτουμε λεπτομερέστερα τα γεγονότα κατά την πρώτη αυτή επίσημη παρουσίαση του Κυπριακού ζητήματος στον Ο.Η.Ε. όχι μόνο γιατί ήταν η πρώτη, αλλά και γιατί τα ίδια τα γεγονότα είναι χαρακτηριστικά του τρόπου που διεξάγονται συνήθως οι εργασίες στα Ηνωμένα Έθνη. Πολλές διαβουλεύσεις έγιναν στο παρασκήνιο. Και στις 14.12.1954, όταν άρχισε η συζήτηση του Κυπριακού, η ελληνική αντιπροσωπεία είχε ήδη καταλήξει στην απόφαση να προσπαθήσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες τουλάχιστον με την κατάθεση ενός ήπιου ψηφίσματος που θα εξέφραζε την ευχή να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του πληθυσμού της Κύπρου. Το ψήφισμα όμως αυτό δεν πρόλαβε καν να κατατεθεί. Η αγγλική διπλωματία επιστράτευσε τον αντιπρόσωπο της Νέας Ζηλανδίας που κατέθεσε αμέσως με την έναρξη της συνεδρίας δικό του ψήφισμα που έλεγε απλώς ότι η Γενική Συνέλευση αποφασίζει να μην εξετάσει περισσότερο το θέμα. Έγινε συζήτηση και τελικά το ψήφισμα της Νέας Ζηλανδίας εγκρίθηκε με 49 ψήφους υπέρ και καμιά εναντίον. Άλλες 11 χώρες απείχαν. Οι χώρες που δήλωσαν αποχή ήταν 5 της Ανατολικής Ευρώπης, η Χιλή, η Βιρμανία, η Ουρουγουάη, η Ινδονησία, ο Ισημερινός και η Ταϊλάνδη. Είναι άξιο προσοχής το ότι η ίδια η Ελλάδα που είχε εγγράψει το Κυπριακό για συζήτηση, ψήφισε μέσω του αντιπροσώπου της Αλέξη Κύρου υπέρ του ψηφίσματος που τερμάτιζε κάθε συζήτηση πριν ακόμη αρχίσει! Από την πρώτη αυτή παρουσίαση του Κυπριακού στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών φάνηκε καθαρά η αρνητική απέναντι στην Κύπρο στάση των δυτικών δυνάμεων και των φιλικών τους κρατών και, αντίθετα, η συμπάθεια των ανατολικών και αρκετών άλλων κρατών που θα αποτελούσαν αργότερα στελέχη του κινήματος των αδεσμεύτων. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση του νησιού με την Ελλάδα όχι μόνο δεν είχε ευνοϊκή απήχηση στο Διεθνή Οργανισμό, αλλά αντίθετα έδινε την ευκαιρία στην αγγλική διπλωματία να υποστηρίξει με ικανοποιητική επιτυχία ότι η Ελλάδα είχε επεκτατικές βλέψεις και αποσκοπούσε στην προσάρτηση ξένων εδαφών. Όσο και αν αυτή η άποψη εξαγρίωνε τους Έλληνες Κυπρίους που έβλεπαν το όλο θέμα μόνο συναισθηματικά, ωστόσο έπειθε πολλούς ξένους. Είναι χαρακτηριστική η θέση την οποία εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Ινδίας Κρίσνα Μένον κατά τη διάρκεια των εργασιών της 10ης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης το Σεπτέμβρη του επόμενου χρόνου, 1955:...Ακούσαμε από το βήμα αυτό... ότι είναι τρία τα κυρίως ενδιαφερόμενα μέρη: Οι Βρετανοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Θα μας επιτραπεί να διαφωνήσουμε. Το άμεσο ενδιαφερόμενο μέρος είναι το Κυπριακό έθνος... Για μας οι Κύπριοι αποτελούν έθνος, ένα έθνος που δικαιούται αυτοκυβερνήσεως και ανεξαρτησίας. Συνεπώς εμείς δεχόμεθα ως λύση του προβλήματος την εγκαθίδρυση ανεξαρτησίας και το τέλος της αποικιακής κυριαρχίας... Το 1954, το Κυπριακό έφτασε για πρώτη φορά στα Ηνωμένα Έθνη, στην 9η Γενική Συνέλευση και ο Κυπριακός Ελληνισμός, καθώς κι ο Ελληνισμός γενικότερα, γεύτηκε την πρώτη διεθνή αποτυχία. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος δήλωσε πως το ζήτημα θα επανερχόταν εντονότερο και με "μείζονας ελπίδας επιτυχίας" στην επόμενη, 10η, Γενική Συνέλευση στα τέλη του 1955. Στην Αθήνα, όπου επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη στις 2.1.1955, ο Μακάριος δήλωσε ότι "η θύρα των Ηνωμένων Εθνών παραμένει πάντοτε ανοικτή, αλλά δεν επρόκειτο να στηριχτούν όλες οι ελπίδες στα Ηνωμένα Έθνη και πρόσθεσε ότι ο αγών θα στηριχθή κυρίως εις την εμμονήν, την πίστιν και την θέλησιν του Κυπριακού λαού... Ο αγών θα καταστή εις την Κύπρον εντονώτερος. Τούτο υπαγορεύει η πείρα την οποίαν απεκομίσαμεν από τα Ηνωμένα Έθνη." Τρεις ακριβώς μήνες αργότερα, άρχισε στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας. Όπως είχε υποσχεθεί ο στρατάρχης Παπάγος, που μέσα στο 1955 αρρώστησε και πέθανε, το Κυπριακό επαναφέρθηκε για συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. το τέλος του 1955 με προσφυγή της Ελλάδας. Όμως ούτε αυτή τη φορά υπήρξαν ελπίδες για οτιδήποτε καλύτερο. Την 21.9.1955 το θέμα συζητήθηκε στην επιτροπή για τον καταρτισμό της ημερήσιας διάταξης με απογοητευτικά αποτελέσματα. Από τις 15 χώρες-μέλη της επιτροπής, οι 7 ψήφισαν εναντίον της εγγραφής του θέματος (Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Νορβηγία, Νέα Ζηλανδία, Χιλή, Λουξεμβούργο),4 ψήφισαν υπέρ (Αίγυπτος Πολωνία, Μεξικό, Σοβιετική Ένωση) και 4 δήλωσαν αποχή (Αϊτή, Εθνικιστική Κίνα, Αιθιοπία, Σιάμ). Αυτή τη φορά πρωταγωνιστής των προσπαθειών για ματαίωση της συζήτησης του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση ήταν ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες που ωμά είχε αξιώσει από την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει την προσφυγή της διαφορετικά θα καταψηφιζόταν πράγμα που έγινε. Στις 23.9.1955, η Γενική Συνέλευση απέπεμψε ξανά το Κυπριακό με ψήφους 28 έναντι 22 και 10 αποχές. Υπέρμαχοι της αποπομπής του θέματος ήταν οι δυτικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, ενώ υπέρ της εγγραφής του τάχτηκαν οι ανατολικοί εχθροί της. Έτσι, ενώ στην Κύπρο ο ένοπλος αγώνας κλιμακωνόταν, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών απέστρεφε το πρόσωπό του. Σε αυτή τη δεύτερη παρουσίαση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, η κατάσταση σε ό,τι αφορούσε τους συνασπισμούς των κρατών-μελών και την τοποθέτησή τους πάνω στο θέμα παρέμενε περίπου η ίδια. Εναντίον τάχθηκαν: Αυστραλία, Βέλγιο, Βραζιλία, Καναδάς, Χιλή, Κολομβία, Κούβα, Δανία, Γαλλία, Ονδούρα, Ιράκ, Λιβερία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νικαράγουα, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Σουηδία, Σιάμ, Τουρκία, Νότιος Αφρική, Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Βενεζουέλα. Υπέρ ψήφισαν: Αφγανιστάν, Αργεντινή, Λιβύη, Λευκορωσία, Κοσταρίκα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ελ Σαλβαντόρ, Ελλάδα, Γουατεμάλα, Ισλανδία, Λίβανος, Μεξικό, Πολωνία, Σαουδική Αραβία, Συρία, Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση, Ουρουγουάη, Υεμένη και Γιουγκοσλαβία. Αποχή τήρησαν: Βιρμανία, Κίνα, Δομινικανή Δημοκρατία, Αιθιοπία, Αϊτή, Ινδία, Ινδονησία, Ιράν, Ισραήλ και Φιλιππίνες. Στο μεταξύ μετά την εξουδετέρωση της ελληνικής προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη από την Αγγλία και τις συμμάχους της, η κυβέρνηση του Λονδίνου προσπάθησε να πετύχει διευθέτηση του Κυπριακού με προσφορά στον κυπριακό λαό ενός συντάγματος αυτοκυβέρνησης που σταδιακά θα οδηγούσε στην ανεξαρτησία. Ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου στρατάρχης σερ Τζον Χάρτιγκ ανέλαβε να διεξαγάγει συνομιλίες με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο οι οποίες όμως κατέληξαν σε αποτυχία. Το Μάρτη του 1956 ο Μακάριος στάλθηκε στην εξορία, ενώ ήδη ένα νέο αγγλικό σχέδιο λύσης του Κυπριακού ζητήματος ετοιμαζόταν, το περιβόητο σχέδιο Μακμίλαν. Εξελίξεις σημειώθηκαν και στον ελληνικό πολιτικό χώρο. Ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος πέθανε στις 4.10.1955 (την ίδια μέρα που ο Μακάριος συναντούσε για πρώτη φορά το Χάρτιγκ) και ένα νέο πρόσωπο εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως διάδοχός του, ο άσημος μέχρι τότε νέος πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Καραμανλής απολάμβανε της εμπιστοσύνης του παλατιού και λέγεται ότι ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να "κλείσει" το Κυπριακό, πράγμα που τελικά πέτυχε το 1959 στη Ζυρίχη. Ωστόσο το Μάη του 1956 η ελληνική κυβέρνηση πιεζόμενη από τα γεγονότα στην Κύπρο (εξορία Μακαρίου και εκτεταμένες επιθέσεις του Χάρτιγκ) και την ελληνική κοινή γνώμη, κατέθεσε νέα προσφυγή με θέμα το Κυπριακό στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αντιδρώντας σε αυτή την ενέργεια, το Λονδίνο κατέθεσε στις 12 Ιούνη του 1956 αγγλική προσφυγή στον Ο.Η.Ε. και ζήτησε τη συζήτηση του Κυπριακού στην επόμενη Γενική Συνέλευση. Όταν το Κυπριακό συζητήθηκε στην 11 η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης, το Φεβρουάριο του 1957, βάση της αγγλικής επιχειρηματολογίας ήταν η χειρονομία της βρετανικής κυβέρνησης να προσφέρει και πάλι ένα σύνταγμα στους Κυπρίους, όπως εκδηλώθηκε κατά το 1956 με την αποτυχημένη προσπάθεια του λόρδου Ράντκλιφ. Τη νέα αυτή ελληνική προσφυγή για το Κυπριακό υπερασπίστηκε στη Νέα Υόρκη ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ. Από το Δεκέμβρη του 1956 μέχρι και τα μέσα του Φεβρουαρίου του 1957, το Κυπριακό αποτέλεσε σοβαρό θέμα παρασκηνιακών διαβουλεύσεων αλλά και συζητήσεων σε διάφορες επιτροπές του Ο.Η.Ε. Η συζήτησή του στην Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου και ήταν ιδιαίτερα έντονη. Στις 22 η Γενική Συνέλευση ενέκρινε το ψήφισμα υπ' αριθμόν ΧΙ 1013 που κατέθεσε η Ινδία ύστερα από πολλές ζυμώσεις. Το ψήφισμα έλεγε ότι η λύση του Κυπριακού απαιτούσε ειρηνική ατμόσφαιρα και ελευθερία γνώμης, εξέφραζε τη ζωηρή επιθυμία να βρεθεί ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση, σύμφωνη με τους σκοπούς και τις αρχές του καταστατικού χάρτη του Ο.Η.Ε. και κατέληγε με την ελπίδα ότι θα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις. Το Φεβρουάριο του 1957 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν παραβρέθηκε κατά τις συζητήσεις στην έδρα του Ο.Η.Ε. γιατί δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί από τις Σεϋχέλλες. Πήγε όμως στην έδρα του Ο.Η.Ε. όταν το Κυπριακό συζητήθηκε πάλι το Δεκέμβρη του 1957 στην Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν και πάλι ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που έδωσε πολλές και συνεχείς παρασκηνιακές μάχες. Στην Πολιτική Επιτροπή (συζήτηση στις 9.12.1957) ο Αβέρωφ είχε θυελλώδεις συγκρούσεις με τους αντιπροσώπους της Τουρκίας Σελίμ Σαρπέρ και της Αγγλίας Άλαν Νομπλ, υφυπουργό Εξωτερικών. Ένα ελληνικό ψήφισμα που κατέθεσε ο Αβέρωφ και που έλεγε ότι η κατάσταση στην Κύπρο ήταν επικίνδυνη και εξέφραζε την ελπίδα ότι θα αναλαμβάνονταν διαπραγματεύσεις και συζητήσεις που θα απέβλεπαν στην εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για το λαό της Κύπρου πολεμήθηκε σκληρά από το παρασκήνιο, κυρίως από την Αγγλία, την Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά ταύτα, το ψήφισμα "πέρασε" από την Πρώτη (Πολιτική) Επιτροπή στις 12.12.1957 με ψήφους 33 υπέρ (κυρίως των σοσιαλιστικών χωρών και των αραβικών),20 εναντίον (κυρίως των χωρών- μελών του Ν.Α.Τ.Ο.) και 19 αποχές (μεταξύ των χωρών που απείχαν ήταν και οι Ηνωμένες Πολιτείες). Ωστόσο ήταν φανερό ότι το ψήφισμα δεν μπορούσε να εγκριθεί από την ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης (όπου απαιτούνταν πλειοψηφία 1/3) και ο Αβέρωφ δοκίμασε να κάνει κάποιες υποχωρήσεις - που θα διαφοροποιούσαν και το ψήφισμα - αλλά αντιμετώπισε τη διαφωνία του Μακαρίου. Τελικά το κείμενο του ελληνικού ψηφίσματος παρουσιάστηκε στη Γενική Συνέλευση στις 14.12.1957. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν: 31 ψήφοι υπέρ, 23 εναντίον και 24 αποχές. Η πλειοψηφία των 2/3 δεν εξασφαλίστηκε, και ο Μακάριος σχολίασε:...Δεκάδες προσωπικοτήτων αγωνίζονται κάθε φθινόπωρο και κάθε χειμώνα εδώ στη Νέα Υόρκη, για να βρουν λέξεις, νομικούς όρους και ανώδυνα σχήματα που τους χρησιμεύουν δια να παρακάμπτουν την ουσία των προβλημάτων και να παραβιάζουν τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του οποίου η τήρησις είναι η κύρια αιτία της συναθροίσεώς των... Μέσα στον επόμενο χρόνο, και συγκεκριμένα τον Ιούνη του 1958, το Λονδίνο παρουσίασε επίσημα το σχέδιο λύσης του Κυπριακού που ονομάστηκε σχέδιο Μακμίλαν (από το όνομα του εμπνευστή του Χάρολντ Μακμίλαν) που ήταν, στην ουσία του, διχοτομικό. Ταυτόχρονα, διαβουλεύσεις και παρασκηνιακές ζυμώσεις γίνονταν πολλές και σε διάφορα επίπεδα, που αποσκοπούσαν σε μια διευθέτηση του Κυπριακού το οποίο επηρέαζε, όπως ήταν φυσικό, τις γενικότερες ελλαδο-βρετανο-τουρκικές σχέσεις που άπτονταν και των αμερικανικών συμφερόντων και των συμφερόντων του Ν.Α.Τ.Ο. Στην ίδια την Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. συνεχιζόταν. Ο Μακάριος, στην προσπάθειά του να αποκρούσει το σχέδιο Μακμίλαν, έκανε μια σημαντική υποχώρηση από το αρχικό αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης, με τη δήλωσή του στην Μπάρμπαρα Κασλ (16.9.1958) ότι αποδεχόταν τώρα λύση ανεξαρτησίας. Στο μεταξύ οι Βρετανοί σταδιακά αναμείγνυαν όλο και περισσότερο την Τουρκία στο Κυπριακό. Όταν το πρόβλημα παρουσιάστηκε πάλι προς συζήτηση στη 13η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης το Νοέμβρη - Δεκέμβρη του 1958, ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ βρέθηκε να κονταροκτυπιέται περισσότερο με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Φατίν Ζορλού παρά με τους Βρετανούς. Στη Νέα Υόρκη βρισκόταν για μια ακόμη φορά και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, προσπαθώντας να δρα στο παρασκήνιο (επίσημα δεν είχε δικαίωμα να μιλά στα Ηνωμένα Έθνη αφού δεν εκπροσωπούσε κράτος-μέλος). Στις 4.12.1958, η Πολιτική Επιτροπή ενέκρινε ένα νέο ψήφισμα για το Κυπριακό, με ψήφους 31 υπέρ, 22 εναντίον και 28 αποχές. Το ψήφισμα είχε κατατεθεί από το Ιράν. Στις 9.12.1958 ωστόσο, η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης προτίμησε να υιοθετήσει ομόφωνα ένα άλλο ψήφισμα που κατατέθηκε από το Μεξικό και που έγινε έτσι απόφαση υπ' αριθμόν ΧΙΙ- 1287. Το ψήφισμα αυτό και πάλι δεν έλεγε τίποτε: αφού επαναβεβαίωνε την απόφαση της του Φεβρουαρίου 1957, στη συνέχεια εξέφραζε την πίστη ότι οι προσπάθειες για επίτευξη ειρηνικής, δίκαιης και δημοκρατικής λύσης θα συνεχίζονταν. Όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, τα Ηνωμένα Έθνη είναι οργανισμός ενώπιον του οποίου συζητούνται τα διάφορα προβλήματα και δεν λύονται. Ούτε και το Κυπριακό ήταν βέβαια δυνατό να λυθεί στη Νέα Υόρκη. Οι μεγάλες αδυναμίες του Διεθνούς Οργανισμού όπου τα κράτη-μέλη δε δρουν κατά συνείδηση αλλά με βάση τα συμφέροντά τους, δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα ήταν δυνατό να βρεθεί κάποια λύση. Από τα παρασκήνια όμως του Ο.Η.Ε., και με την ενθάρρυνση διαφόρων συμμαχικών κύκλων, άρχισαν στο τέλος του 1958 οι μυστικές επαφές και διαβουλεύσεις των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας (Ε. Αβέρωφ και Φ. Ζορλού), που λίγο αργότερα οδήγησαν στην επίτευξη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, με βάση τις οποίες η Κύπρος αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο κράτος. Η Κύπρος απόκτησε επίσημα την ανεξαρτησία της στις 16.8.1960 και ένα μήνα αργότερα (στις 20.9.1960) έγινε το 69ο μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Τώρα όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Η Κύπρος δεν ήταν πια μια αποικία, για την τύχη της οποίας ασχολούνταν άλλοι. Ήταν τώρα ανεξάρτητο κράτος, ισότιμο μέλος του Ο.Η.Ε. και είχε δικαιώματα. Επίσης, είχε ενταχτεί σε συνασπισμούς κρατών από το 1961, όπως το κίνημα των Αδεσμεύτων και η Κοινοπολιτεία, ενώ είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και με άλλους συνασπισμούς κρατών, όπως τα αραβικά. Σαν ανεξάρτητο κράτος, και παρά το ότι οι συμφωνίες βάση των οποίων απέκτησε την ελευθερία της εξυπάκουαν ασφυκτικές δεσμεύσεις, ωστόσο η Κύπρος δεν ήταν μόνη. Η προσπάθεια των Τούρκων, όπως έγινε φανερή από το τέλος του 1963 και εξής, στόχευε στη διάλυση του κυπριακού κράτους και στη διχοτόμησή του. Και ακριβώς οι δραστηριότητες της Κύπρου το 1964 και αργότερα, κυρίως στα Ηνωμένα Έθνη, χαρακτηρίζονταν από την αντίθετη προσπάθεια για διεθνή αναγνώρισή και επικύρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας. Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στο νησί από το Δεκέμβρη του 1963 και που χαρακτηριζόταν από διακοινοτικές ένοπλες συγκρούσεις και συνεχείς απειλές της Τουρκίας για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, απασχόλησε σοβαρά τη διεθνή κοινότητα. Οι δυτικές ενδιαφερόμενες χώρες, μ' επικεφαλής τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και η ηγεσία του Ν.Α.Τ.Ο., κατέβαλαν προσπάθειες να κρατηθεί το Κυπριακό στα πλαίσια "οικογενειακής" διαφοράς που θα έπρεπε να λυνόταν μεταξύ των συμμάχων. Αντίθετα ο πρόεδρος Μακάριος επέμενε πεισματικά ότι το Κυπριακό έπρεπε να συζητηθεί και επιλυθεί στα ευρύτερα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών όπου τώρα η Κύπρος είχε και δική της φωνή αλλά και ευρύτατη υποστήριξη από πολλά άλλα κράτη (σοσιαλιστικά, αδέσμευτα, αραβικά, αφροασιατικά, ακόμη και νοτιοαμερικάνικα). Η πρώτη προσπάθεια να σταλούν στην Κύπρο στρατεύματα κηδεμονίας του Ν.Α.Τ.Ο. απέτυχε και το Κυπριακό άρχισε να συζητείται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. στις 8.2.1964. Στις 4.3.1964 το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε ομόφωνα την απόφαση 5/ 5575, που μεταξύ άλλων συνιστούσε τη συγκρότηση ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών για υπηρεσία στην Κύπρο (βλέπε στο παρόν άρθρο, χωριστό κεφάλαιο για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ). Το κείμενο της απόφασης αυτής ήταν σημαντικό γιατί αναγνώριζε ανεπιφύλακτα την κρατική υπόσταση της Κύπρου και τη νόμιμη κυβέρνησή της που αμφισβητούνταν από την Τουρκία. Ακόμη, με την ίδια απόφαση, καλούνταν ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. (που ήταν τότε ο Ου Θαντ) να συγκροτήσει την ειρηνευτική δύναμη που, σε σύντομο διάστημα, άρχισε να υπηρετεί στην Κύπρο, και να διορίσει μεσολαβητή που θα εργαζόταν για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης του προβλήματος σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Διεθνούς Οργανισμού. Ο Ου Θαντ διόρισε ως μεσολαβητή το Σακχάρι Τουομιόγια, ενώ παράλληλα οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέθεσαν σε δικό τους μεσολαβητή, το Ντιν Άτσεσον, να προτείνει λύση στο Κυπριακό. Η Τουρκία, αντίθετα, πληροφόρησε τον Ου Θαντ, το Μακάριο και άλλους, πως θα επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο αν δε σταματούσαν οι συγκρούσεις στο νησί, συγκρούσεις που η ίδια υποδαύλιζε χρησιμοποιώντας την εξτρεμιστική ομάδα των Τουρκοκυπρίων. Εξαιτίας των απειλών της Τουρκίας, μέσα στον ίδιο μήνα συγκλήθηκε ξανά (από την Ελλάδα) το Συμβούλιο Ασφαλείας που, ομόφωνα, ενέκρινε και δεύτερο ψήφισμα με το οποίο καλούνταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να απέχουν από κάθε ενέργεια ή απειλή ενέργειας που θα μπορούσε να χειροτερεύσει την κατάσταση στην κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου ή να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη. Η Τουρκία κάθε άλλο παρά ικανοποιημένη μπορούσε να ήταν από την ανάμειξη των Ηνωμένων Εθνών στο Κυπριακό και, ιδιαίτερα, από το διορισμό μεσολαβητή στον οποίο ήταν υποχρεωμένη τώρα να εκθέσει τις επιδιώξεις της. Επειδή όμως οι θέσεις της Τουρκίας ήταν καθαρά και σαφώς διχοτομικές, η χώρα αυτή κινδύνευε τώρα να εκτεθεί διεθνώς γιατί ο μεσολαβητής ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί μέσα στα πλαίσια του Χάρτη και των αρχών του Ο.Η.Ε. Και για τον Ο.Η.Ε. η διχοτόμηση είναι λύση απαράδεκτη. Αντίθετα όμως, ο αυτόκλητος μεσολαβητής των Ηνωμένων Πολιτειών (τον οποίο η κυπριακή κυβέρνηση απέρριψε) δεν ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί μέσα στα ίδια πλαίσια αρχών. Και πράγματι, ο Ντιν Άτσεσον πρότεινε λύση που έφερε έντονα τα στοιχεία της διχοτόμησης. Ο Άτσεσον είχε αναλάβει αποστολή εκ μέρους της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών με σκοπό να υποβοηθήσει δήθεν το έργο του Ο.Η.Ε., αλλά στην πραγματικότητα για να υποκαταστήσει τον μεσολαβητή του Διεθνούς Οργανισμού, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το Κυπριακό μέσα στα στενότερα πλαίσια της διαφοράς μεταξύ δυτικών συμμάχων. Σχετική ήταν και η παράλληλη ενέργεια του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον να υποβιβάσει το Κυπριακό σε ελληνοτουρκική διαφορά την οποία και προσπάθησε να διευθετήσει προσκαλώντας στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών Γεώργιο Παπανδρέου και Ισμέτ Ινονού. Η άρνηση του Παπανδρέου να υποκύψει στις αμερικανικές πιέσεις δυσαρέστησε την Ουάσιγκτον που άρχισε να μεθοδεύει την πτώση του. Ο Ντιν Άτσεσον προηγήθηκε των Ηνωμένων Εθνών και μπόρεσε να υποβάλει προκαταρκτικές εισηγήσεις τον Ιούλη του 1964. Ο Φιλανδός μεσολαβητής του Ο.Η.Ε. Σακάρι Τουομιόγια μπόρεσε μόνο να κάνει μια αρχική διερεύνηση προθέσεων, με περιοδείες στην Αθήνα, Άγκυρα και Λευκωσία, μέχρι τον Ιούνη του 1964. Ο ξαφνικός θάνατός του αμέσως μετά, έδωσε το προβάδισμα στη αμερικανική πρωτοβουλία που όμως απορρίφτηκε από τον πρόεδρο Μακάριο και, λίγο αργότερα, από την ελληνική κυβέρνηση. Την ίδια εποχή οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου κατόρθωσαν να μεταφέρουν στο νησί ελληνικά στρατεύματα που μέσα στον επόμενο χρόνο ανήλθαν σε δύναμη μεραρχίας. Επίσης, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η κρίση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο με αεροπορικές επιδρομές της Τουρκίας στις βορειοδυτικές περιοχές της Κύπρου, ύστερα από συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις περιοχές των χωριών Μανσούρας-Κοκκίνων. Η Ελλάδα έστειλε επίσης δικά της αεροπλάνα να πετάξουν πάνω από το νησί. Η απειλή του πολέμου ήταν ψηλαφητή. Το Συμβούλιο Ασφαλείας συνεδρίαζε συνεχώς και στις 9 Αυγούστου ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας Δημήτριος Μπίτσιος δήλωσε τελεσιγραφικά στο Σώμα ότι η χώρα του θα αναλάμβανε στρατιωτική δράση στην Κύπρο με όλα τα στρατιωτικά μέσα που διέθετε, αν μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Τουρκία δεν τερμάτιζε τις δραστηριότητές της στην Κύπρο. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωμένων Εθνών που από το επίσημο βήμα τους κατέθεταν ένα πολεμικό τελεσίγραφο! Τόσο ο Ου Θαντ όσο και ο τότε πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας Νορβηγός Σίβερτ Νίλσεν καθώς και άλλοι, άρχισαν να κινούνται σε κάθε κατεύθυνση προκειμένου να εμποδίσουν την πολεμική αναμέτρηση. Το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε εσπευσμένα ένα νέο ψήφισμα, ενώ παράλληλα αναμείχτηκαν στο όλο θέμα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ν.Α.Τ.Ο. Από τη Μόσχα, ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουστσόφ ειδοποιούσε ότι τα τουρκικά βομβαρδιστικά δεν μπορούν να ρίχνουν ατιμωρητί βόμβες στην Κύπρο. Στις 18 Αυγούστου, ο ραδιοσταθμός της Μόσχας επανήλθε με σοβιετική ανακοίνωση ότι η χώρα, σε απάντηση για έκκληση του προέδρου Μακαρίου, δήλωνε ότι θα υπερασπιζόταν την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Κύπρου από κάθε εξωτερική εισβολή. Τον επόμενο μήνα, κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στη Μόσχα για να εξασφαλίσει στρατιωτικό υλικό. Η Τουρκία περιορίστηκε πλέον να οργανώνει νέες διώξεις Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Μετά το θάνατο του Τουομιόγια, ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. διόρισε νέο μεσολαβητή, τον Γκάλο Πλάζα, από τον Ισημερινό, ενώ στην Κύπρο ο Μακάριος βρήκε την ευκαιρία να καταγγείλει μονομερώς τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως θεωρούσε νεκρές τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ο Γκάλο Πλάζα διορίστηκε μεσολαβητής το Σεπτέμβρη του 1964 και χρειάστηκε 6 μήνες σκληρής δουλειάς, ταξιδιών, επαφών, διαβουλεύσεων και ερευνών για να ετοιμάσει την τελική έκθεσή του για το Κυπριακό που τελικά δημοσιεύτηκε από τον Ου Θαντ στις 26.3.1965, καλύπτοντας 66 σελίδες. Σε αυτές ανέλυε το πρόβλημα και πρότεινε λύσεις που, στο μεγάλο μέρος τους, έγιναν αποδεκτές από την κυπριακή κυβέρνηση αλλά που απορρίφτηκαν με οργή από την Τουρκία. Η Τουρκία κατηγόρησε τον Γκάλο Πλάζα ότι είχε συνωμοτήσει με το Μακάριο σε βάρος των Τουρκοκυπρίων και επανέλαβε την κατηγορία αυτή όταν τον Οκτώβρη του 1965 ο Κύπριος πρόεδρος έστειλε στο γενικό γραμματέα του Ο.Η.Ε. μια "Διακήρυξη Προθέσεων" στην οποία καθόριζε όλα όσα ήταν διατεθειμένος να προσφέρει στους Τουρκοκυπρίους ως μειονότητα στο νησί και την οποία ο Ου Θαντ κυκλοφόρησε ως επίσημο έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών. Το Δεκέμβρη του 1965 το Κυπριακό συζητήθηκε και πάλι στη Γενική Συνέλευση η οποία, παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις της Τουρκίας, υιοθέτησε την έκθεση Πλάζα. Επίσης, ενέκρινε ικανοποιητικό για την Κύπρο ψήφισμα στις 18.12.1965 με ψήφους 47 υπέρ, 6 εναντίον και 51 αποχές. Η επόμενη σοβαρή κρίση στην Κύπρο, που οδήγησε τα πράγματα και πάλι στα πρόθυρα γενικότερης πολεμικής αναμέτρησης, συνέβη το Νοέμβρη / Δεκέμβρη του 1967 και άρχισε με συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος. Η Τουρκία έστειλε πάλι τα αεροπλάνα της σε πτήσεις πάνω από την Κύπρο και υπέβαλε τελεσιγραφικές αξιώσεις. Στην Ελλάδα βρισκόταν ήδη στην εξουσία ένα στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς από το οποίο ο Μακάριος δεν μπορούσε τώρα να αναμένει ουσιαστική βοήθεια. Παρά το ότι τα Ηνωμένα Έθνη έστειλαν επειγόντως μεσολαβητή, το Χοσέ Ρολζ Μπένετ, αυτή τη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Αμερικανός μεσολαβητής Σάιρους Βανς. Ο τελευταίος έπεισε σχετικά εύκολα τη δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών να ικανοποιήσει σημαντικό μέρος των τουρκικών αξιώσεων, κυρίως αποσύροντας από την Κύπρο την ελληνική μεραρχία. Απέτυχε όμως να πείσει και το Μακάριο ότι έπρεπε να διαλυθεί και η κυπριακή Εθνική Φρουρά. Αξίωσε ταυτόχρονα ο Μακάριος την κατάργηση των συμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας για επεμβάσεις στην Κύπρο και ζήτησε να του δοθούν εγγυήσεις από τον Ο.Η.Ε., πράγμα βέβαια που η Τουρκία απέρριπτε ασυζητητί. Υπέβαλε και άλλες αξιώσεις ο Μακάριος (όπως η αποχώρηση και των λοιπών στρατευμάτων, ακόμη και εκείνων που στάθμευαν στην Κύπρο βάση των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου) ακολουθώντας για μια ακόμη φορά την τακτική του να προβάλλει ο ίδιος αξιώσεις και απαιτήσεις ενώ απειλούνταν και πιεζόταν. Ωστόσο στο να ξεπεραστεί η νέα αυτή κρίση συνέδραμε αποφασιστικά και ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ με έγκαιρες και αποφασιστικές παρεμβάσεις. Μετά τις προεδρικές εκλογές που έγιναν στην Κύπρο στις 25.2.1968 τις οποίες κέρδισε ο Μακάριος, εκδηλώθηκε μια νέα πρωτοβουλία του Ου Θαντ. Ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. κάλεσε τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους να αρχίσουν απευθείας συνομιλίες μεταξύ τους για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα. Γι' αυτόν το σκοπό, θα είχαν την πρακτική βοήθεια των υπηρεσιών του Διεθνούς Οργανισμού. Ο Μακάριος αντέδρασε θετικά στην έκκληση του Ου Θαντ, υποβάλλοντας ταυτόχρονα με έγγραφό του, κατάλογο από παραχωρήσεις προς τους Τουρκοκυπρίους. Για την κατεύθυνση έναρξης του διαλόγου κινήθηκε δραστήρια και ο ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα στην Κύπρο Οζόριο-Ταφάλ. Οι συνομιλίες άρχισαν στις αρχές του Ιούνη του 1968 με μια συνάντηση των εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς στη Βηρυτό και συνεχίστηκαν στη Λευκωσία. Πέρασαν από διάφορες φάσεις, αργότερα ενισχύθηκαν και με την παρουσία Έλληνα και Τούρκου συνταγματολόγων (Δεκλερής και Αλντικαστί) και σημείωσαν σημαντικότατη πρόοδο. Η λύση του Κυπριακού δε φαινόταν πια καθόλου απομακρυσμένη. Αλλά τότε επενέβη το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, με μοιραίες συνέπειες. Αν και οι διακοινοτικές συγκρούσεις είχαν τερματιστεί στην Κύπρο και διεξάγονταν συνομιλίες υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., ωστόσο η κατάσταση στο νησί δεν ήταν ήρεμη...
Η συνέχεια του κειμένου εδώ: http://www.livepedia.gr/index.php/%CE% 9A%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82_% 5C%CE%91%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B1% CF%81%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1
|